Μια φορά και έναν καιρό, ζούσε ένας μυλωνάς που είχε τρεις γιους, τον μύλο του, έναν γάιδαρο και έναν γάτο. Όταν πέθανε ο μυλωνάς οι τρεις γιοι χώρισαν την περιουσία. Ο μεγαλύτερος γιος πήρε τον μύλο, ο δεύτερος τον γάιδαρο και ο τρίτος, για τον οποίο δεν είχε μείνει τίποτε άλλο, πήρε το γάτο. Τότε ο τρίτος γιος ήταν πολύ στεναχωρημένος και έλεγε στον εαυτό του: «Ο μεγαλύτερος αδερφός μου πήρε τον μύλο και μπορεί να αλέθει, ο δεύτερος πήρε τον γάιδαρο και μπορεί να τον καβαλάει, ενώ εγώ που πήρα τον γάτο τι μπορώ να τον κάνω; Αν τον δώσω για να μου κάνουν ένα ζευγάρι γάντια από το τομάρι του, αυτό θα ήταν όλη μου η κληρονομιά».
«Άκουσέ με» απάντησε τότε ο γάτος, «δε χρειάζεται να με σκοτώσεις για να φτιάξεις ένα ζευγάρι μίζερα γάντια. Κανόνισε μόνο να μου φτιάξουν ένα ζευγάρι μπότες, ώστε να μπορώ να συναναστρέφομαι κόσμο και θα σε βοηθήσω σύντομα».
Ο γάτος φόρεσε τις μπότες μόλις φτιάχτηκαν, πήρε ένα σακί και το μισογέμισε με σπόρους. Μετά έκανε μία θηλιά με ένα σχοινί στο πάνω μέρος του σακιού. Τελικά πήρε το σακί στον ώμο και περπατώντας στα δύο του πόδια, σα να ήταν άνθρωπος, έφυγε από την πόρτα.
Εκείνη την εποχή κυβερνούσε ένας βασιλιάς που του άρεσε πολύ να τρώει πέρδικες οι οποίες όμως ήταν λίγες και μόνο στο δάσος. Αυτό το γνώριζε ο γάτος και σκέφτηκε να κυνηγήσει τα πουλιά με έναν έξυπνο τρόπο. Μόλις μπήκε στο δάσος, άνοιξε το σακί για να φαίνονται οι σπόροι, πήρε όμως το σχοινί και το άπλωσε στο γρασίδι μέχρι να φτάσει πίσω από έναν θάμνο. Εκεί κρύφτηκε και ο ίδιος και παραμόνευε. Οι πέρδικες έφτασαν γρήγορα στους σπόρους και η μία μετά την άλλη έμπαιναν στο σακί. Όταν μπήκαν αρκετές στο σακί, ο γάτος τράβηξε το σχοινί έπιασε τα πουλιά. Μετά πήρε το σακί στον ώμο και πήγε γρήγορα στο παλάτι του βασιλιά.
Μόλις ο γάτος παρουσιάστηκε μπροστά στο βασιλιά έκανε μία βαθιά υπόκλιση και είπε: «Βασιλιά μου, ο αφέντης μου ο Μαρκήσιος του Καραμπά δίνει τα διαπιστευτήρια του στον βασιλιά και του στέλνει πέρδικες, τις οποίες έπιασε λίγο πιο πριν με τα βρόχια του».
Ο βασιλιάς έμεινε έκπληκτος από τις πολλές και παχιές πέρδικες και διέταξε να βάλουν τόσο χρυσό στον σάκο του γάτου όσο θα μπορούσε να κουβαλήσει. «Αυτό να το πας στον αφέντη σου και να τον ευχαριστήσεις για το δώρο του.»
Ο φτωχός γιος του μυλωνά καθόταν στο σπίτι και αναλογιζόταν ότι έδωσε τα τελευταία του χρήματα για τις μπότες του γάτου. Τότε μπήκε στο σπίτι ο γάτος, κατέβασε το σακί από τον ώμο του και αφού το άνοιξε άδειασε το χρυσάφι μπροστά του. «Τώρα έχεις μια περιουσία στα πόδια σου, και ο βασιλιάς σου στέλνει χαιρετίσματα και σε ευχαριστεί πολύ». Ο γιος του μυλωνά ήταν ευτυχισμένος με τα πλούτη που απέκτησε χωρίς όμως να καταλαβαίνει τι ακριβώς είχε συμβεί. Ο γάτος όσο έβγαζε τις μπότες εξήγησε στον αφέντη του τι ακριβώς είχε συμβεί. «Τώρα έχεις αρκετά χρήματα αλλά δεν θα μείνεις με αυτά. Αύριο θα ξαναβάλω τις μπότες μου και θα γίνεις ακόμη πλουσιότερος, επίσης στον βασιλιά είπα ότι είσαι Μαρκήσιος.»
Τις μέρες που ακολούθησαν ο γάτος έβαζε τις μπότες του έβγαινε στο δάσος για κυνήγι και επισκεπτόταν συχνά το παλάτι. Έτσι κάθε μέρα ο γάτος έφερνε χρυσάφι στο σπίτι. Ήταν πια τόσο αγαπητός στον βασιλιά, που μπορούσε να μπαίνει και να βγαίνει όποτε ήθελε στο παλάτι.
Μία μέρα καθόταν στη κουζίνα πλάι στον φούρνο για να ζεσταθεί και ήρθε ένας αμαξάς ο οποίος έβριζε: «Ήθελα να πάω στην ταβέρνα, να πιω ένα κρασί και τώρα με κάλεσαν να πάω το βασιλιά και την πριγκίπισσα βόλτα στη λίμνη.»
Μόλις το άκουσε ο γάτος πήγε ήσυχα στο σπίτι και είπε στον αφέντη του: «Έλα μαζί μου στη λίμνη και μπες μέσα να κάνεις μπάνιο.» Ο μυλωνάς δεν ήξερε τι να πει, αλλά ακολούθησε τον γάτο και μπήκε γυμνός μέσα στο νερό. Ο γάτος όμως του πήρε τα ρούχα του και τα έκρυψε. Καλά- καλά δεν πρόλαβε να τα κρύψει και να σου εμφανίστηκε ο βασιλιάς. Τότε ο γάτος άρχισε να εκλιπαρεί και να λέει: «Βασιλιά μου, ο αφέντης μου κολυμπούσε στη λίμνη και ένας ληστής του έκλεψε τα ρούχα που είχε αφήσει στην όχθη. Τώρα ο Μαρκήσιος είναι μέσα στο νερό και δε μπορεί να βγει και αν μείνει και άλλο μέσα θα αρρωστήσει και θα πεθάνει». Μόλις το άκουσε αυτό ο βασιλιάς, έστειλε έναν από τους ανθρώπους του να φέρουν από τα δικά του ρούχα. Τότε ο μυλωνάς φόρεσε τα λαμπερά ρούχα και καθώς ο βασιλιάς πίστευε ότι οι καταπληκτικές πέρδικες είχαν αποσταλεί από αυτόν, του ζήτησε να τον ακολουθήσει στην αμαξά του. Την πριγκίπισσα δεν την ενόχλησε καθόλου ο καλεσμένος, καθώς ήταν νέος, όμορφος και της άρεσε.
Ο γάτος όμως έφυγε γρήγορα- γρήγορα και περνούσε πριν από το κάρο στους δρόμους που θα ακολουθούσε ο βασιλιάς. Έτσι έφτασε σε ένα μεγάλο λιβάδι, όπου βρισκόταν περισσότεροι από εκατό άνθρωποι οι οποίοι έφτιαχναν δεμάτια από σιτάρι.
«Ποιανού είναι αυτό το λιβάδι;» ρώτησε ο γάτος.
«Του μεγάλου μάγου» απάντησαν αυτοί.
«Ακούστε με» τους λέει ο γάτος «τώρα σε λίγο θα περάσει ο βασιλιάς. Όταν σας ρωτήσει σε ποιον ανήκει το λιβάδι, θα πείτε στον Μαρκήσιο του Καραμπά. Αν δεν το πείτε θα βάλω να σας σκοτώσουν στο ξύλο».
Έκανε το ίδιο και με άλλα χωράφια που ανήκαν στο μάγο.
Οι άνθρωποι τον κοιτούσαν και καθώς είχε αυτή την περίεργη αμφίεση και περπατούσε σαν άνθρωπος με τις μπότες του, φοβήθηκαν και θέλησαν να κάνουν ό,τι τους είπε.
Τελικά έφτασε στο παλάτι του μάγου και παρουσιάστηκε θαρραλέα μπροστά του. Ο μάγος τον κοίταξε υποτιμητικά και τον ρώτησε τι θέλει. Ο γάτος έκανε μια βαθιά υπόκλιση και του λέει:
«Έχω ακούσει ότι μπορείς να μεταμορφωθείς σε οποιοδήποτε ζώο επιθυμείς. Σε ότι αφορά τα συνηθισμένα ζώα, δηλαδή τον σκύλο, την αλεπού ή τον λύκο, μπορώ να το πιστέψω. Αλλά να μεταμορφωθείς σε ελέφαντα μου φαίνεται αδύνατο και για αυτό ήρθα να το διαπιστώσω και μόνος μου.»
Ο μάγος του απάντησε με περηφάνια:
«Αυτό δεν είναι τίποτα» και σε μία στιγμή είχε μεταμορφωθεί σε ελέφαντα.
Ο γάτος έκανε ότι τρόμαξε και φώναξε:
«Αυτό είναι απίστευτο και ανήκουστο, αλλά περισσότερο από όλα θα με εκπλήξει αν μπορούσες να μεταμορφωθείς σε ένα μικρό ζώο όπως ένα ποντίκι».
«Ορίστε αγαπητό μου γατάκι, και αυτό μπορώ να το κάνω» απάντησε ο μάγος και μεταμορφώθηκε σε ποντίκι και άρχισε να χοροπηδάει στο δωμάτιο.
Ο γάτος πήδηξε πίσω από το ποντίκι, το άρπαξε με ένα πήδημα και το έφαγε.
Στο ενδιάμεσο όμως ο βασιλιάς συνέχισε την βόλτα με τον Μαρκησιο του Καραμπά και την πριγκίπισσα μέχρι που φτάσανε στο μεγάλο λιβάδι.
«Σε ποιον ανήκουν τα δεμάτια με το στάρι» ρώτησε ο βασιλιάς.
«Στον Μαρκήσιο του Καραμπά» απάντησαν όλοι όπως τους είχε διατάξει ο γάτος.
Μετά φτάσανε στο λιβάδι με τα καλαμπόκια και ο βασιλιάς ρώτησε:
«Σε ποιον ανήκει το καλαμπόκι;»
«Στον Μαρκήσιο του Καραμπά.»
Μετά από αυτό έφτασαν στο δάσος
«Σε ποιον ανήκει το δάσος;»
«Στον Μαρκήσιο του Καραμπά.»
Ο βασιλιάς εντυπωσιάστηκε ακόμη περισσότερο και λέει:
«Θα πρέπει να είστε πολύ πλούσιος Μαρκήσιε, εγώ δεν πιστεύω ότι έχω στην κατοχή μου ένα τόσο όμορφο δάσος.»
Επιτέλους έφτασαν στο παλάτι. Ο γάτος στεκόταν ψηλά πάνω στην σκάλα και μόλις είδε να φτάνει η άμαξα πήδηξε κάτω άνοιξε την πόρτα και λέει:
«Βασιλιά μου φτάσατε εδώ στο παλάτι του αφέντη μου, και αυτή η τιμή θα τον κάνει ευτυχισμένο σε όλη του τη ζωή».
Ο βασιλιάς κατέβηκε από την άμαξα και έμεινε έκπληκτος από τον φανταχτερό κτήριο, το οποίο ήταν σχεδόν μεγαλύτερο και ομορφότερο από το δικό του παλάτι. Ο Μαρκήσιος όμως συνόδευσε την πριγκίπισσα να ανέβει την σκάλα σε μία αίθουσα η οποία γυάλιζε από το χρυσάφι και τις πολύτιμες πέτρες. Τότε ο βασιλιάς αρραβώνιασε την πριγκίπισσα με τον Μαρκήσιο και όταν ο βασιλιάς πέθανε έγινε ο Μαρκήσιος βασιλιάς. Ο δε γάτος έγινε ο πρώτος υπουργός.