(παραδοσιακό παραμύθι της Ευρώπης που έχει καταγραφεί για πρώτη φορά στη συλλογή παραμυθιών του Charles Perrault)
Μια φορά και έναν καιρό στην άκρη ενός πολύ μεγάλου δάσους ζούσε ένας φτωχός καλαθοποιός με την γυναίκα του και τους επτά τους γιους. Κάθε παιδί που γεννιόταν ήτανε μικρότερο από το προηγούμενο. Όταν γεννήθηκε και το μικρότερο που δεν ξεπερνούσε και κατά πολύ το μέγεθος του ρεβιθιού, όλοι το φώναζαν Κοντορεβιθούλη. Αν και με τον καιρό μεγάλωσε λίγο δεν αναπτύχθηκε πάρα πολύ, ήταν όμως τόσο έξυπνος και τόσο ετοιμόλογος που ξεπερνούσε κατά πολύ τα αδέρφια του.
Οι γονείς τους ωστόσο δεν τα πήγαιναν και τόσο καλά με τα οικονομικά τους και έτσι ένα βράδυ πριν πέσουν για ύπνο, συζητούσαν τι θα μπορούσαν να κάνουν για να λύσουν το πρόβλημά τους. Τότε κατέληξαν στην απόφαση να πάρουν τα παιδιά στο δάσος με τις ιτιές, από όπου έκοβαν κλαδιά για φτιάξουν καλάθια και να τα αφήσουν κρυφά εκεί. Όμως ο Κοντορεβιθούλης τα είχε ακούσει όλα. Πέρασε λοιπόν όλο το βράδυ άυπνος από την στεναχώρια του και σκεφτόταν τι θα έπρεπε να κάνει ώστε να γλιτώσει τον εαυτό του και τα αδέρφια του.
Το πρωί ο Κοντορεβιθούλης έτρεξε μέχρι το ρυάκι και μάζεψε άσπρα βοτσαλάκια με τα οποία γέμισε τις τσέπες του. Στα αδέρφια του δεν είπε τίποτα από όσα είχε ακούσει. Μετά οι γονείς ξεκίνησαν για το δάσος και είπαν στα παιδιά να πάνε μαζί τους. Ο Κοντορεβιθούλης σε όλο τον δρόμο πετούσε τα βοτσαλάκια που είχε μαζέψει ένα- ένα ξοπίσω του χωρίς κανείς να τον καταλάβει.
Όταν έφτασαν στο δάσος, οι γονείς απομακρύνθηκαν και εξαφανίστηκαν. Μόλις αντιλήφθηκαν τα παιδιά ότι έμειναν μόνα, άρχισαν να κλαίνε και να φωνάζουν εκτός από τον Κοντορεβιθούλη που γελούσε.
- Σταματήστε να κλαίτε και να φωνάζετε και θα καταφέρουμε να βρούμε τον δρόμο, είπε. Τότε ξεκίνησε πηγαίνοντας μπροστά και ακολουθούσε τα βοτσαλάκια που είχε ρίξει στο δρόμο προηγουμένως. Έτσι έφτασε στο σπίτι τους χωρίς να δυσκολευτεί.
Στο μεταξύ, ο καλαθοποιός και η γυναίκα του είχαν μετανιώσει πικρά που παράτησαν τα παιδιά τους στο δάσος, γιατί ο άρχοντας της περιοχής, μόλις έμαθε πόσο φτωχοί ήταν, πέρασε από το σπίτι τους και τους γέμισε με χρυσά νομίσματα. Ο καλαθοποιός και η γυναίκα του έκλαιγαν για την κακή τους μοίρα, όταν ακούστηκε μία φωνή.
-Μαμά, μπαμπά! Μην κλαίτε! Δε χαθήκαμε!
Ήταν ο Κοντορεβιθούλης. Μαζί με τα έξι αδερφάκια του έπεσαν στην αγκαλιά του μπαμπά και της μαμάς τους, με χαρές και γέλια.
Κάποτε όμως τα χρυσά νομίσματα σώθηκαν και άρχισαν πάλι όλοι να πεινάνε.
Σκέφτηκε το ξημέρωμα να βγει από το σπίτι και να μαζέψει βοτσαλάκια όπως την προηγούμενη φορά, αλλά για κακή του τύχη αυτή την φορά η πόρτα του σπιτιού τους ήταν διπλοκλειδωμένη. Σκέφτηκε λοιπόν να κάνει κάτι άλλο αυτή τη φορά. Όπως φεύγανε έβαλε ένα κομμάτι ψωμί στην τσέπη του, το οποίο θρυμμάτισε και όπως προχωρούσαν έριχνε ξοπίσω τους τα ψίχουλα. Τα πουλάκια του δάσους όμως φάγανε τα ψίχουλα που είχε σκορπίσει. Τώρα πια είχανε χαθεί πραγματικά.
Τα αδέρφια έκλαιγαν και φώναζαν απελπισμένα, ο Κοντορεβιθούλης όμως παρέμενε ψύχραιμος και τα καθησύχαζε. Άρχισαν να περπατάνε στο δάσος μέχρι που νύχτωσε και κοιμήθηκαν κάτω από ένα δέντρο στο χορτάρι. Όταν ξημέρωσε ο Κοντορεβιθούλης ανέβηκε στο δέντρο για να εξερευνήσει την περιοχή. Αρχικά έβλεπε μόνο δέντρα ώσπου ανακάλυψε την σκεπή ενός σπιτιού. Ακολούθησαν μια κουραστική διαδρομή μέσα από θάμνους, ξέφωτα και αγκάθια μέχρι που είδαν τελικά το σπίτι και προχώρησαν με όσο κουράγιο τους έμεινε ως την πόρτα την οποία και χτύπησαν με δισταγμό.
-Καημενούλια μου! τους είπε η γυναίκα που τους άνοιξε. Δε μπορείτε να μπείτε μέσα. Ο άντρας μου είναι ένας φοβερός γίγαντας που τρώει παιδιά και όπου να 'ναι έρχεται. Ακούω τα βήματά του.
-Λυπηθείτε μας, καλή μας κυρία, και αφήστε μας να μπούμε, παρακάλεσε ο Κοντορεβιθούλης. Πεινάμε, κρυώνουμε και φοβόμαστε μόνοι μας στο σκοτεινό δάσος. Κάπου θα βρούμε να κρυφτούμε για να μη μας βρει ο κακός γίγαντας.
Η γυναίκα λυπήθηκε τα παιδιά και άνοιξε την πόρτα. Τους έδωσε να φάνε και να πιουν, τους είπε να καθίσουν δίπλα στο τζάκι να ζεσταθούν και μετά τους έκρυψε μέσα σε ένα μεγάλο μπαούλο.
Δεν είχαν προλάβει καλά καλά να κρυφτούν, όταν η πόρτα του σπιτιού άνοιξε και μπήκε μέσα ο φοβερός γίγαντας.
- Φρέσκο κρέας μου μυρίζει! φώναξε δυνατά.
- Κάνεις λάθος, καλέ μου, είπε φοβισμένα η γυναίκα του. Θα είναι το ψητό που ψήνω στο φούρνο.
- Η μύτη μου δεν κάνει λάθος. Κάτι νόστιμο υπάρχει εδώ μέσα! φώναξε πάλι ο γίγαντας ανοίγοντας το μπαούλο.
Η γυναίκα του τον παρακάλεσε να αφήσει τα παιδιά να ζήσουν καθώς ήταν πολύ αδύνατα. Τελικά τον έπεισε να τα αφήσει για μερικές μέρες ώστε να πάρουν βάρος πριν τα φάει. Έτσι πήραν τα παιδιά και τα πήγαν να κοιμηθούν σε ένα δωμάτιο, όπου κοιμόταν σε ένα κρεβάτι και οι εφτά κορούλες του γίγαντα. Τα κοριτσάκια είχαν τις ίδιες ηλικίες με τα επτά αδέρφια.
Ο Κοντορεβιθούλης δε μπορούσε να κοιμηθεί. "Κι αν ξαναπεινάσει ο γίγαντας το βράδυ, τι θα κάνουμε;" σκεφτόταν.
Στο διπλανό κρεβάτι οι εφτά κόρες του γίγαντα κοιμούνταν του καλού καιρού. Καθεμία φορούσε στο κεφάλι της από ένα χρυσό στέμμα. Ο Κοντορεβιθούλης κατέβηκε σιγά σιγά από το κρεβάτι, έβγαλε τα σκουφιά του ύπνου από το κεφάλι του και από τα αδέρφια του και τα έβαλε στο κεφάλι των κοριτσιών του γίγαντα ενώ στο δικό του κεφάλι και στα κεφάλια των αδερφών του έβαλε τις κορόνες.
Ο γίγαντας ήπιε πολύ κρασί και τότε του ήρθε πάλι η όρεξη να φάει τα παιδιά. Πήγε σιγά σιγά στο δωμάτιο όπου κοιμόταν για να τα φάει. Στο δωμάτιο όμως ήταν πολύ σκοτεινά και ο γίγαντας πήγαινε ψηλαφιστά μέχρι που έπιασε το κρεβάτι.
- Πεινάω πολύ, μουρμούρισε προσπαθώντας να διακρίνει παιδικούς σκούφους.
Μόλις τους βρήκε, κατάπιε χωρίς δισταγμό και τα εφτά παιδιά που φορούσαν σκουφάκια και γύρισε χορτασμένος στο κρεβάτι του.
Όταν άκουσε ο Κοντορεβιθούλης το ροχαλητό του γίγαντα, ξύπνησε τα αδέρφια του και περπατώντας όλοι στις μύτες των ποδιών τους βγήκαν από το σπίτι και απομακρύνθηκαν. Ωστόσο όσο και αν βιαζόταν δεν ήξεραν προς τα που να πάνε και έτσι τριγυρνούσαν άσκοπα μέσα στο δάσος γεμάτα από φόβο.
Όταν ξημέρωσε και αφού ο γίγαντας κατάλαβε τι είχε γίνει, ο θύμος που τον έπιασε ήταν απερίγραπτος. Γρήγορα έβαλε τις μαγικές του μπότες, που τον βοηθούσαν να κάνει κάτι τεράστιους πήδους, άνοιξε την πόρτα του σπιτιού του και άρχισε να τρέχει. Δεν πέρασε πολλή ώρα και τα αδέρφια τον είδαν να πηδάει πάνω από πεδιάδες και βουνά και άρχισαν να ανησυχούν ότι από στιγμή σε στιγμή θα τους εντόπιζε. Ωστόσο ο Κοντορεβιθούλης κρύφτηκε μαζί τους στο κοίλωμα ενός βράχου. Όταν ο γίγαντας έφτασε σε αυτόν τον βράχο κάθισε πάνω του για ξαποστάσει καθώς είχε κουραστεί. Μετά από λίγο αποκοιμήθηκε και άρχισε να ροχαλίζει. Μόλις ο Κοντορεβιθούλης βεβαιώθηκε ότι ο γίγαντας είχε αποκοιμηθεί, ξετρύπωσε και του έβγαλε τις μαγικές του μπότες και τις φόρεσε ο ίδιος.
Οι μαγικές μπότες είχαν την ιδιότητα να προσαρμόζονται ακριβώς σε όποιο πόδι τις φορούσε. Έτσι βοήθησαν τον Κοντορεβιθούλη να οδηγήσει τα αδέρφια του στο σπίτι τους.
- Μαμά, μπαμπά! Πόσο χαιρόμαστε που σας ξαναβρίσκουμε! είπε στους γονείς του. Κοιτάξτε τι σας φέραμε! Εφτά χρυσά στέμματα. Τώρα είμαστε πλούσιοι!
Ο Κοντορεβιθούλης συμβούλεψε τους γονείς του να προσέχουν τα αδέρφια του καθώς αυτός θα έφευγε και με την βοήθεια από τις μαγικές μπότες θα ξεκινούσε να βρει την τύχη του. Ταξίδεψε και έφτασε σε μακρινά μέρη και κάθε φορά που δεν του άρεσε κάπου πεταγόταν και προχωρούσε στον επόμενο προορισμό του. Κανείς δεν μπόρεσε ποτέ να τον ακολουθήσει ούτε με τα πόδια ούτε με το άλογο και οι περιπέτειες του που έζησε με τις μπότες είναι τόσες πολλές που κανείς δεν μπορεί να τις περιγράψει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου