Μια φορά και έναν καιρό, τυχαία, ένα σκανδαλιάρικο ξωτικό βρέθηκε στο πανέμορφο και αξιοζήλευτο για πολλούς νεραϊδοχωριό .
Στο πηγαιμό για το σπίτι του το δρόμο είχε χάσει... αλλά ανησυχία δεν ένιωσε καμιά γιατί για περιπέτειες και εξερεύνηση είχε το ξωτικό μας τάση.
Χωρίς να το καταλάβει δεν κατάληξε στον δικό του τόπο, ένα σημάδι δε μέτρησε σωστά και βρέθηκε αλλού για αλλού χωρίς κανένα κόπο.
Στο μέρος όπου χάθηκε του άρεσε πολύ.
Είχε πολλά δεντράκια και πουλάκια και έμοιαζε με εξοχή.
Μα πιο πολύ του άρεσε ο μεγάλος καταρράκτης που φόρα έπαιρνε από ψηλά το νερό και πετώντας δε το σταμάταγε κανένας φράχτης.
Μα εκεί καθώς τον θαύμαζε κάτι είδε στον αέρα, μια νεραϊδούλα έκανε βουτιά και από τη τρομάρα του τα πουλάκια έκαναν στο ξωτικό με τα φτερά τους αέρα.
Είδε κάτι φοβερό! Είδε κάτι ανεπανάληπτο και μοναδικό! Θαύμασε αυτό το πλασματάκι που βουτώντας από ψηλά έκανε σκέρτσα μέσα στο νερό!
Η νεραϊδούλα μόλις έβγαλε το κεφαλάκι της έξω από τη λίμνη τρόμαξε βλέποντας το ξωτικό και αναρωτιόταν τι θα γίνει.
Γρήγορα όμως το ξωτικό για να μη κρυώνει της πρόσφερε μία λεπτή κουβερτούλα και ευθύς ξεκίνησαν μία φιλική κουβεντούλα.
Το ξωτικό εξήγησε πως βρέθηκε εκεί και πως η βουτιά που μόλις είδε του φάνηκε πέρα για πέρα μαγική!
Είπε πως ποτέ δεν τολμούσε να πηδήξει από ψηλά γιατί το ύψος πολύ φοβότανε και είχε φόβο στην καρδιά.
Η νεραϊδούλα ευθύς αμέσως τον συμπάθησε και μία συμβουλή για να μη φοβάται, να του πει προσπάθησε.
Του είπε: «Καλό μου ξωτικό ανέβα στον βράχο τον πιο ψηλό. Κλείσε τα μάτια σου και οπλίσου με θάρρος ένα κιλό.»
«Πείσε τον εαυτό σου πως θα τα καταφέρεις και γρήγορα θα δεις πως την αποστολή σου εύκολα εις πέρας θα την φέρεις.
Ένα είναι το μυστικό να πιστεύεις σε εσένα. Να μην ακούς τι λένε οι άλλοι και δεν θα έχεις εμπόδιο κανένα!»
Το ξωτικό μας θαύμασε της νεραϊδούλας μας τα λόγια. Έτσι λοιπόν για ένα λόγο κάπως παράξενο δεν ήθελε να το βάλει πια στα πόδια.
Πρότεινε στη νεράιδα να του δείξει πώς το μυστικό της λειτουργεί όσο χρόνο χρειαζόταν ο καημένος το σπίτι του για να βρει.
Η νεραϊδούλα συμφώνησε με αυτό και χαρούμενη ανοιγόκλεινε με νάζι τα φτεράκια της που έκανε φίλο αυτό το ξωτικό.
Τώρα πια κανένας από τους δύο δεν ένιωθε μοναξιά. Έπαιζαν όλη μέρα και σε όλους φαινόταν πως η ζωή είναι μαγικιά!
Ξεκινούσαν από το πρωί για να κάνουν εξερεύνηση στην εξοχή και όταν έφτανε το μεσημέρι βόλτες έκαναν στο δάσος χέρι– χέρι.
Το απόγευμά τους ήταν γεμάτο. Η νεραϊδούλα βουτιά έκανε και έφτανε ως τον πάτο! Το ξωτικό ακόμα δε τα κατάφερνε πολύ καλά και από τη πολύ τη στεναχώρια του έτρωγε φαγητό ένα πιάτο.
Το βράδυ πέρναγαν ρομαντικά. Η νεραϊδούλα πέταγε στον αέρα και πίσω από το πέρασμά της σκόρπιζε σκόνη μαγικιά!
Μετά όνειρα έκαναν μαζί και ήταν τόσο πολύ ευτυχισμένοι που τους φαινόταν μια ατελείωτη γιορτή η ζωή!
«Σ΄αγαπώ για πάντα!» έλεγε ο ένας στον άλλο. «Για πάντα!» ξαναέλεγαν μαζί και δεν είχαν να φοβηθούν κανένα πρόβλημα μεγάλο.
Τα πουλάκια είχαν να το λένε και τα συννεφάκια συμφωνούσαν ότι τέτοια αγάπη δεν είχαν ξαναδεί και από τη μεγάλη τους χαρά άρχιζαν να κλαίνε.
Ήταν πάρα πολύ δεμένοι ο ένας με τον άλλο και ήταν τόσο πολύ χαρούμενοι που από τη μεγάλη τους χαρά έκαναν άλλα ντ’ άλλων.
Ποτέ όσο ήταν μαζί δεν είχαν λύπη νιώσει γιατί ότι και να τους τύχαινε το αντιμετώπιζαν μαζί και ευθύς το πρόβλημα τους είχαν διώξει.
Ώσπου μια μέρα πολύ ζεστή περπάτησαν σε ένα βουνό ψηλά. Κρυφτό αποφάσισαν να παίξουν και άρχισε να φυλά.
Το ξωτικό έτρεξε με φόρα να κρυφτεί.
Μα όταν έφτασε στου βουνού την κορυφή, μαντέψτε καλά μου παιδάκια τι του έμελλε να δει.
Είδε το δικό του το νησί! Αλλά πέρναγε τόσο καλά εδώ που είχε ξεχάσει πως έπρεπε τόσο καιρό να το είχε βρει.
Τώρα είχε μεγάλο προβληματισμό γι’ αυτό λοιπόν επειδή σκεφτότανε πήγαινε με αργό βηματισμό.
Δεν ήξερε αν στη νεραϊδούλα την αλήθεια έπρεπε να πει. Μέχρι τότε όμως εκείνη ανακάλυψε που αυτός είχε κρυφτεί.
Δύο μέρες πέρασαν μελαγχολικά και για την νεραϊδούλα είχε κρύο στην καρδιά.
Έβλεπε το ξωτικό της για πρώτη φορά πολύ προβληματισμένο και δεν ήξερε τι να κάνει για να μη το βλέπει άλλο στεναχωρημένο.
Μέχρι ένα βράδυ η νεραϊδούλα είχε ξαπλώσει στο μισό φεγγάρι. Νεραϊδόσκονη έπεφτε αραιά και την εντόπισε το ξωτικό που στεκόταν πάνω στο κεφαλάρι.
Πήρε λοιπόν βαθειά αναπνοή και βρήκε το θάρρος για να της μιλήσει. Όλη την αλήθεια για την απόφασή του θα της έλεγε και ορκίστηκε να μη λυγίσει.
Ομολόγησε λοιπόν πως σπίτι του ήθελε να πάει. Πως άλλο δε μπορούσε να μείνει εκεί και πως δεν την αγαπάει.
Η νεραϊδούλα σάστισε μεμιάς και δεν πίστευε στα αυτιά της. Δε μπορούσε να δεχτεί πως το ξωτικό αρνήθηκε έτσι απλά την αληθινή καρδιά της.
Το ξωτικό εκείνη τη στιγμή για άλλα μέρη τράβηξε να πάει.
Σπίτι του ήθελε να φτάσει που τόσο πολύ λαχταράει.
Ο χρόνος από τότε περνούσε πολύ γρήγορα και όλα φαίνονταν πολύ μακρινά.
Τόσο πολύ είχε περάσει ο καιρός που αναρρωτιότουσαν μήπως ήταν του ονείρου τα φανταστικά.
Η νεραϊδούλα κάθε μέρα σκεφτόταν το ξωτικό και θυμόταν τι πέρασαν μαζί.
«Για πάντα θα σε αγαπώ», έλεγε συνέχεια και ας μην είμαστε πια μαζί.
Το ξωτικό μας πέρναγε πολύ όμορφα στο νησί του. Είχε ξεχάσει τι έκανε πριν φτάσει εκεί αλλά δε νοιαζόταν γιατί τώρα διασκέδαζε με τη ψυχή του.
Μόνο μια μέρα εκεί στα ξαφνικά, στο πιο ψηλό βράχο εκεί καθώς στεκόταν, λίγο παραπάτησε και προς το βυθό της θάλασσας ευθύς κατευθυνόταν.
Τα μάτια του έκλεισε λοιπόν και την καρδιά του όπλισε με θάρρος. Έκανε μία θεαματική βουτιά που δεν την όριζε το βάρος.
Έτσι λοιπόν τα κατάφερε και δεν φοβόταν ξανά βουτιά γιατί στον εαυτό του πολύ πίστευε και η καρδιά του όλα μπορούσε να τα γιάνει!
Αυτή τη συμβουλή από το παρελθόν ακολούθησε και μία σειρά από αναμνήσεις από το μυαλό του παρακολούθησε.
Αμυδρά θυμήθηκε την νεραϊδούλα και με τα λόγια που έλεγαν μαζί θα κλείσει αυτή η ιστοριούλα!
«Για πάντα…» θυμήθηκε αυτή τη λέξη
…Για πάντα… σκεφτόταν συνέχεια και με αυτή τη λέξη πήγε να παίξει!
Θεώνη Καράμπαλη
Διαβάστε για το "Για πάντα" εδώ: Λίγα λόγια παραπάνω για το «Για πάντα»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου