Σάββατο 28 Ιουνίου 2014

Δυο κουκιά και δυο ρεβίθια πόσα κάνουν παραμύθια;

Το παραμύθι συγκινεί και αγγίζει από τα πανάρχαια χρόνια. Ενώ στην αρχή αποτελούσε είδος προφορικής ψυχαγωγίας για τα λαϊκά στρώματα της κοινωνίας, με τον καιρό πέρασε στους αστικούς κύκλους, όπου επίσημος αποδέκτης του κατέληξε να είναι το παιδικό κοινό. 
Στα παραμύθια συναντάμε πλήθος από απίστευτα γεγονότα. Είναι ένα λαϊκό ή λογοτεχνικό αφηγηματικό έργο το οποίο βασίζεται σε φανταστικούς ήρωες και γεγονότα  και ενσωματώνει το έθος, το οποίο μπορεί να εκφραστεί ρητά στο τέλος του ως αξιωματική αρχή. Είναι μία φανταστική προφορική διήγηση, που συνήθως αποτελείται από πολλά και διαδοχικά επεισόδια, τα λεγόμενα μοτίβα. Συγγενές του μύθου, που είναι μια αλληγορική διήγηση, που έχει στόχο την ηθική διδασκαλία, αλλά διαφοροποιημένο εννοιολογικά, το παραμύθι συνδέεται στενά με την λαϊκή παράδοση κάθε λαού. Διαφέρει και από την παράδοση καθώς αυτή αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο γεγονός ή πρόσωπο, ή τόπο, και ο λαός την πιστεύει ως αληθινή. Προσωποποιεί και εξατομικεύει διαφορετικά στοιχεία πέρα από τη λογική του χώρου και του χρόνου και επεκτείνεται αδιάκριτα από τον οργανικό στον ανόργανο κόσμο από τον άνθρωπο και τα ζώα στα δέντρα, τα λουλούδια, τις πέτρες, τα ρεύματα και τους ανέμους.
Η ανάγνωση παραμυθιών, διατηρώντας τον εκπαιδευτικό της χαρακτήρα, είναι μία διαδικασία άκρως ενδιαφέρουσα και διασκεδαστική για τα παιδιά. Έτσι πρέπει να το ζούμε. Ως διαδικασία χαλάρωσης και απόλαυσης και όχι ως υποχρέωση. Δε θα πρέπει να εντάσσεται ως προγραμματισμένη δραστηριότητα στην ημερήσια ρουτίνα. Δε χρειάζεται να διαβάζουμε στα παιδιά ένα παραμύθι που δεν τους αρέσει. Θα πρέπει να τα παροτρύνουμε να επιλέγουν μόνα τους, ακόμη κι αν επιλέγουν πολλές φορές το ίδιο παραμύθι. Κάθε φορά μαθαίνουν κάτι διαφορετικό. Μπορούμε να αλλάζουμε το τέλος ή να ζητάμε από τα παιδιά να δώσουν το δικό τους τέλος στο παραμύθι. 
Η αφήγηση καλό είναι να γίνεται με τρόπο παραστατικό, θεατρικό, χρωματίζοντας ανάλογα τη φωνή, τις εκφράσεις και τις κινήσεις. Τα γεγονότα πρέπει να διαδέχονται το ένα το άλλο με τρόπο φυσικό σαν να παρακολουθεί κάποιος μια ταινία ή να ζει ένα όνειρο. Δε χρειάζονται επεξηγήσεις, κηρύγματα και ηθικά διδάγματα κατά την αφήγηση. Έτσι χάνεται ο συμβολισμός και η μαγεία. Τα παιδιά θα κλείσουν την «πόρτα» μεταξύ του φανταστικού του κόσμου και του πραγματικού και έτσι θα σταματήσει κάθε μεταφορά, κάθε πειραματισμός, κάθε προβολή, κάθε προσπάθεια μάθησης και καθρεφτίσματος των δύο κόσμων. 
Μπορούμε να ζωντανέψουμε το παραμύθι παίζοντας κουκλοθέατρο ή ζητώντας από τα παιδιά να ζωγραφίσουν το θέμα ή να παίξουν το παραμύθι με τα παιχνίδια τους, να χορέψουν, να τραγουδήσουν, να ακούσουν μουσική ή και να παίξουν μουσική. Είναι σημαντικό να συμμετέχουν όλες οι αισθήσεις και να κινητοποιούνται όλοι οι τρόποι και τα μέσα επικοινωνίας, λεκτικά και μη λεκτικά- σωματικά. Όταν δραματοποιούμε το παραμύθι, θα πρέπει να αποφεύγουμε να καθοδηγούμε ή να δίνουμε εντολές στα παιδιά. Αντίθετα, θα πρέπει να τα αφήνουμε να καθορίζουν εκείνα την εξέλιξη. Το παραμύθι είναι ένα ασφαλές προστατευτικό πλαίσιο δοκιμών και πειραματισμών. 
Δε θα πρέπει, τέλος, να αποφεύγουμε τους κακούς χαρακτήρες ή να αφαιρούμε τμήματα από το παραμύθι που φαίνονται τρομακτικά, καθώς παίζουν καταλυτικό ρόλο και εξυπηρετούν συγκεκριμένο σκοπό. Δίνουν τη δυνατότητα στα παιδιά να αφομοιώσουν πιο σύνθετες έννοιες, όπως το πένθος, η απώλεια, οι κοινωνικές διαφορές, οι ηθικές αξίες. 
Στην ουσία, το παραμύθι δουλεύοντας σε ένα φανταστικό χώρο προετοιμάζει τα παιδιά για την πραγματική ζωή.


Κυριακή 15 Ιουνίου 2014

Ο Τζακ και η φασολιά

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε μία πολύ φτωχή νεαρή χήρα, παρέα με το μικρό της γιο, τον Τζακ.
-Μας έμειναν δύο νομίσματα, είπε μια μέρα στο γιο της. Για να ζήσουμε, πρέπει να πουλήσουμε τη γέρικη αγελάδα μας.
Ο Τζακ πήρε την αγελάδα να πάει να την πουλήσει στο παζάρι του χωριού. Στο δρόμο όμως συνάντησε ένα γέρο που φορούσε ένα παράξενο καπέλο.
-Η αγελάδα σου είναι πολύ γριά, είπε στον Τζακ. Σου υπόσχομαι πως θα τη φροντίζω αν την ανταλλάξεις με αυτό το κουτάκι που έχει μέσα τρία μαγικά φασόλια. Να τα φυτέψεις απόψε το βράδυ, που έχει πανσέληνο και θα σου φέρουν μεγάλη τύχη!
Ο Τζακ συμφώνησε. Έδωσε την αγελάδα και πήρε το κουτί με τα φασόλια.
Το μικρό αγόρι γύρισε σπίτι του με το κουτάκι.
-Γιατί το έκανες αυτό, παιδί μου; ρώτησε η μητέρα του. Πώς θα ζήσουμε τώρα; Τι να μας κάνουν τρία φασόλια;
-Είναι μαγικά φασόλια, μαμά, απάντησε ο Τζακ. Θα τα φυτέψω και θα δεις. Θα γίνουμε πλούσιοι!
Ο Τζακ φύτεψε τα φασόλια κάτω από το φως του ολόγιομου φεγγαριού και αμέσως ένα φυλλαράκι ξεπρόβαλε από το χώμα. Έμοιαζε εύθραυστο και λεπτοκαμωμένο. Τεντώθηκε κι άφησε χώρο και σε άλλα φύλλα και σε ακόμα περισσότερα. Σε λίγα λεπτά μια τεράστια  φασολιά άρχισε να ξεφυτρώνει πάνω από το χώμα και να θεριεύει, λες και ήθελε να φτάσει ως τον ουρανό!
Ο Τζακ και η μαμά του τρεμούλιασαν από τη συγκίνηση.
-Θα σκαρφαλώσω στη φασολιά για να βρω το θησαυρό! φώναξε ο Τζακ στη μαμά του. Πέρασε στον ώμο το σακίδιό του, σκαρφάλωσε στον κορμό της φασολιάς κι άρχισε να ανεβαίνει, συνέχεια να ανεβαίνει.
-Πρόσεχε! Φώναξε η μαμά του, αλλά ο Τζακ δεν την άκουσε. Βρισκόταν πολύ ψηλά!
Η φασολιά συνέχισε να μεγαλώνει όλη τη νύχτα. Μόλις ξημέρωσε, ο Τζακ κατάλαβε πως βρισκόταν πάνω από τα σύννεφα! Ξαφνικά, είδε μπροστά του ένα επιβλητικό κάστρο. Οι πύργοι και η πύλη του ήταν ολόχρυσα. Θύμιζε κάστρο παραμυθιού. «Όποιος ζει εδώ πρέπει να είναι πολύ πλούσιος» σκέφτηκε ο Τζακ.
Η φασολιά δε σταμάτησε να μεγαλώνει, μέχρι που έφτασε στη χρυσαφένια πόρτα του κάστρου.
«Θα χτυπήσω την πόρτα!» σκέφτηκε ο Τζακ. «Κάποιος θα μου ανοίξει».
Κατέβηκε από τη φασολιά και χτύπησε την πύλη του κάστρου. Η μεγάλη πόρτα άνοιξε αργά.
-Τι δουλειά έχεις εσύ εδώ; φώναξε η γλυκιά γυναίκα που άνοιξε την πόρτα. Ο άντρας μου είναι ένας γίγαντας. Έρχεται… ακούω τα βήματά του! Μπες γρήγορα μέσα να σε κρύψω!
Ο Τζακ μόλις που πρόλαβε να κρυφτεί μέσα σ’ ένα ντουλάπι, όταν εμφανίστηκε ένας γίγαντας και πλησίασε ένα κλουβί που είχε μέσα μια μικρή κοτούλα.
-Λοιπόν; Γέννησες, καλή μου; ρώτησε ο γίγαντας.
Ύστερα άνοιξε το κλουβί κι έβγαλε από μέσα ένα χρυσό αυγό!
Ο Τζακ δεν πίστευε στα μάτια του.
Ο γίγαντας κάθισε στο τραπέζι και άρχισε να τρώει με όρεξη. Δίπλα του βρισκόταν μία ολόχρυση μικρούλα άρπα με μορφή γυναίκας.
-Εμπρός, άρπα, παίξε! διέταξε ο γίγαντας.
Η άρπα άρχισε να παίζει και να τραγουδάει με την κρυστάλλινη φωνή της, ενώ ο γίγαντας καταβρόχθιζε το έβδομο χοιρινό μπούτι κι έπινε την τέταρτη κανάτα κρασί. . Σε λίγο, νανουρισμένος από τη γλυκιά μουσική της άρπας, ξάπλωσε σ’ έναν καναπέ και αποκοιμήθηκε.
Ο Τζακ περίμενε λίγα λεπτά προτού βγει από την κρυψώνα του. Κι ενώ ο γίγαντας ροχάλιζε του καλού καιρού, το αγόρι άρπαξε την κοτούλα και την παράχωσε στο σακίδιό του. Ύστερα, χωρίς να κάνει θόρυβο, πήρε και την άρπα κι άρχισε να περπατάει στις μύτες των ποδιών του, για να βγει από το δωμάτιο.
-Μην τολμήσεις να κακαρίσεις, κοτούλα μου! ψιθύρισε στην κότα.
Τη στιγμή όμως που έβγαινε από το δωμάτιο, η άρπα χτύπησε ελαφρά πάνω στην πόρτα και της ξέφυγαν μερικές νότες.
-Τι… τι συμβαίνει; φώναξε, ξυπνώντας, ο γίγαντας. Πού είναι η άρπα μου; Κλέφτη! Έτσι και σε πιάσω, θα σε κάνω μια μπουκιά! συνέχισε, βλέποντας τον Τζακ, και άρχισε να τον κυνηγάει.
Ο Τζακ βγήκε από το παλάτι και άρχισε να τρέχει πάνω στον κορμό της φασολιάς. Ο γίγαντας τον ακολούθησε.
-Πιο γρήγορα! Πιο γρήγορα! κακάριζε η κότα μέσα από το σακίδιο του Τζακ. Αν σε πιάσει θα σε φάει!
Ο Τζακ άρχισε να κατεβαίνει τον κορμό. Ο γίγαντας, βαρύς και αδέξιος, αργοπορούσε κι έτσι το μικρό αγόρι κατάφερε να φτάσει στο έδαφος πριν απ’ αυτόν και να αρπάξει ένα κοφτερό τσεκούρι.
Τσακ! Τσακ! Τσακ! Με μερικά χτυπήματα ο Τζακ έκοψε τον κορμό της φασολιάς. Ο κορμός έπεσε με φόρα στο χώμα, παρασύροντας στην πτώση του και το γίγαντα, που έπεσε σ’ ένα χωράφι με γαϊδουράγκαθα.
-Ζήτω! κακάρισε η κότα. Δε θα με ξανακλειδώσει ποτέ σε κλουβί. Για να σε ευχαριστήσω Τζακ, θα σου γεννάω κάθε μέρα ένα χρυσό αυγό!
Ο Τζακ έπεσε στην αγκαλιά της μαμάς του. Από τότε, χάρη στην κοτούλα που γεννούσε κάθε μέρα ένα χρυσό αυγό, ο Τζακ και η μαμά του έγιναν πολύ πλούσιοι. Τόσο πλούσιοι, που μοιράστηκαν την περιουσία τους με όλους τους φτωχούς της χώρας!


Σάββατο 7 Ιουνίου 2014

Τα τρία γουρουνάκια

Μια φορά και έναν καιρό ήταν τρία γουρουνάκια που ζούσαν με την μαμά τους. Όταν μεγάλωσαν τα γουρουνάκια η μαμά τους είπε:
- Παιδιά μου μεγαλώσατε πια και ήρθε η ώρα να φύγετε από το σπίτι και να πάτε να βρείτε την τύχη σας. Να θυμάστε μόνο πως σε ό, τι και αν κάνετε να δίνετε τον καλύτερό σας εαυτό και να το κάνετε όσο καλύτερα μπορείτε. Έτσι τα τρία γουρουνάκια χαιρέτησαν τη μαμά τους και έφυγαν από το σπίτι.
Το πρώτο γουρουνάκι δεν πρόλαβε καλά-καλά να απομακρυνθεί από το σπίτι και είδε έναν άνθρωπο που κουβαλούσε άχυρα. Χωρίς να το σκεφτεί και πολύ έτρεξε γρήγορα δίπλα του και του είπε:
- Σε παρακαλώ, πούλησέ μου τα άχυρά σου. Θέλω να φτιάξω με αυτά το σπίτι μου.
Ο άνθρωπος παραξενεύτηκε που το γουρουνάκι ήθελε να φτιάξει ένα σπίτι από άχυρα. Αλλά του τα πούλησε.  
Έτσι το πρώτο γουρουνάκι βρήκε ένα ωραίο μέρος και χωρίς πολύ κόπο, έφτιαξε ένα σπίτι από άχυρα για να μείνει. Τα αδέρφια του το αποχαιρέτησαν και συνέχισαν το ταξίδι τους.
Μια μέρα, ένας πεινασμένος λύκος περπατούσε στο δρόμο και έψαχνε να βρει κάτι να φάει. Εκεί που περπατούσε, είδε από μακριά το σπίτι με τα άχυρα και απ' έξω το γουρουνάκι. Να μια καλή ευκαιρία για να φάω, σκέφτηκε και πλησίασε προς το σπίτι. Το γουρουνάκι μόλις τον είδε έτρεξε στο σπίτι του για να προστατευθεί. Στάθηκε λοιπόν ο λύκος έξω από το σπίτι και αφού χτύπησε δυνατά την πόρτα φώναξε:
- Γουρουνάκι, άνοιξέ μου και άφησέ με να μπω μέσα.
- Σιγά να μην σου ανοίξω για να μπεις μέσα και να με φας, απάντησε το γουρουνάκι.
- Τότε κι εγώ θα φυσήξω με όλη μου την δύναμη και θα γκρεμίσω το σπίτι σου, αποκρίθηκε ο λύκος.
Έτσι, φύσηξε και χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια το σπίτι γκρεμίστηκε. Τότε ο λύκος έτρεξε, έπιασε το γουρουνάκι και το έφαγε!
Τα άλλα δύο γουρουνάκια που έμαθαν τι έπαθε ο αδερφός τους σκέφτηκαν ότι θα πρέπει να είναι πιο προσεκτικά. Εκεί που περπατούσαν, βλέπουν ένα άνθρωπο που κουβαλούσε ξύλα. Το δεύτερο γουρουνάκι πήγε αμέσως κοντά του και είπε:
- Καλέ μου άνθρωπε, πούλησέ μου τα ξύλα σου για να φτιάξω το σπίτι μου.
Και πράγματι ο άνθρωπος του πούλησε τα ξύλα.
Τότε, το γουρουνάκι έφτιαξε ένα ωραίο ξύλινο σπίτι για να μείνει. Κουράστηκε λίγο, άλλα σκέφτηκε ότι δεν πειράζει γιατί το σπίτι που είχε φτιάξει ήταν πιο γερό από του ανόητου αδερφού του. Έτσι αποχαιρέτησε τον αδερφό του, μπήκε μέσα στο σπιτάκι του, κάθισε στην καρέκλα του και απολάμβανε την ζεστασιά του σπιτιού.
Στο μεταξύ ο κακός λύκος άρχισε πάλι να πεινάει. Εκεί που περπατούσε και σκεφτόταν τι να φάει, είδε το ξύλινο σπίτι και μέσα σε αυτό το δεύτερο γουρουνάκι. Αμέσως πήγε κοντά, χτύπησε δυνατά την πόρτα και είπε:
- Γουρουνάκι, άνοιξέ μου και άφησέ με να μπω μέσα.
- Δεν με ξεγελάς εμένα λύκε, φώναξε από μέσα το γουρουνάκι. Αν σου ανοίξω θα μπεις μέσα και θα με φας.
- Τότε κι εγώ θα φυσήξω με όλη μου την δύναμη και θα σου γκρεμίσω το σπίτι, απάντησε νευριασμένος ο λύκος.
 Έτσι, φύσηξε μια, φύσηξε δυο και μετά από αρκετή προσπάθεια το σπίτι γκρεμίστηκε. Τότε ο λύκος έτρεξε γρήγορα, έπιασε το γουρουνάκι και το έφαγε και αυτό!
Το τρίτο γουρουνάκι δεν ήταν ανόητο σαν τους αδερφούς του. Αφού περπάτησε και έψαξε πολύ, βρήκε έναν άνθρωπο που κουβαλούσε τούβλα.
- Σας παρακαλώ κύριε, είπε, πουλήστε μου τα τούβλα σας για να φτιάξω το σπίτι μου.
Και τότε ο άνθρωπος αποφάσισε να δώσει τα τούβλα στο γουρουνάκι.
Το τρίτο γουρουνάκι κουράστηκε πολύ για να φτιάξει το σπίτι του. Του πήρε πολλές ημέρες, στο τέλος όμως έφτιαξε ένα πολύ γερό σπίτι από τούβλα και τσιμέντο. Μπήκε λοιπόν μέσα και κάθισε για να ξεκουραστεί.
Ο κακός λύκος που είχε πεινάσει πάλι, είδε το σπίτι από το τρίτο γουρουνάκι. Σκέφτηκε ότι ήταν η ευκαιρία του να το φάει και αυτό όπως τα αδέρφια του και ευθύς πήγε και χτύπησε την πόρτα:
- Γουρουνάκι, άνοιξέ μου και άφησέ με να μπω μέσα, φώναξε.
- Δεν σου ανοίγω λύκε. Θα φας κι εμένα όπως τα αδέρφια μου, απάντησε αυτό.
- Τότε κι εγώ θα φυσήξω με όλη μου την δύναμη και θα σου γκρεμίσω το σπίτι, απάντησε ξανά ο λύκος.
Τότε άρχισε να φυσάει και να ξεφυσάει με όλη του την δύναμη. Όμως το σπίτι ήταν πολύ γερό και μετά από κάποιες ώρες, ο λύκος κατάλαβε ότι δεν πρόκειται να καταφέρει τίποτα έτσι. Κάθισε λοιπόν και σκέφτηκε ότι για να φάει το γουρουνάκι θα πρέπει να το ξεγελάσει.
Έτσι του είπε:
- Γουρουνάκι, ξέρω ένα ωραίο χωράφι με γογγύλια!
- Πού είναι; ρώτησε το γουρουνάκι.
- Είναι εδώ παρακάτω στο αγρόκτημα. Αν θέλεις, αύριο το πρωί θα περάσω να σε πάρω να πάμε παρέα και να πάρουμε μερικά.
- Εντάξει, απάντησε το γουρουνάκι, αύριο θα ετοιμαστώ για να πάμε. Μόνο πες μου τι ώρα θα περάσεις.
- Θα περάσω στις έξι, απάντησε ο λύκος και έφυγε σίγουρος ότι έπιασε το κόλπο του.
Το γουρουνάκι όμως που ήταν έξυπνο, κατάλαβε το κόλπο του λύκου. Έτσι, ξύπνησε στις πέντε και πήγε μόνο του στο αγρόκτημα. Μέχρι να πάει η ώρα έξι είχε ήδη μαζέψει τα γογγύλια και είχε γυρίσει στο σπίτι του.
Ο λύκος πήγε στο σπίτι στις έξι όπως είχαν συμφωνήσει, χτύπησε την πόρτα και είπε:
- Γουρουνάκι είσαι έτοιμο;
- Έτοιμο, μόνο που μέχρι να έρθεις πήγα στο αγρόκτημα και μάζεψα τα γογγύλια μου. Τώρα ετοιμαζόμουν να φτιάξω μια ωραία κατσαρόλα με φαγητό!
Ο λύκος όταν το άκουσε αυτό θύμωσε πολύ. Σκέφτηκε όμως ότι αν προσπαθούσε πάλι θα κατάφερνε να ξεγελάσει το γουρουνάκι και έτσι είπε:
- Γουρουνάκι, ξέρω που υπάρχει μια ωραία μηλιά που κάνει πεντανόστιμα μήλα.
- Πού είναι; αποκρίθηκε το γουρουνάκι.
- Πιο κάτω στον μεγάλο κήπο. Αν δεν με κοροϊδέψεις πάλι μπορώ να περάσω αύριο το πρωί στις πέντε να σε πάρω να πάμε.
- Σύμφωνοι, είπε το γουρουνάκι και ο λύκος έφυγε.
Το γουρουνάκι όμως ήταν πονηρό και κατάλαβε πάλι το κόλπο του λύκου. Έτσι ξύπνησε στις τέσσερις και πήγε γρήγορα στην μηλιά, ελπίζοντας ότι θα προλάβει να γυρίσει πριν να έρθει ο λύκος. Όμως η διαδρομή ήταν μεγαλύτερη και επιπλέον είχε να σκαρφαλώσει και στο δέντρο.
Όταν λοιπόν, μάζεψε τα μήλα και άρχισε να κατεβαίνει από το δέντρο, είδε από μακριά τον λύκο να έρχεται προς το μέρος του. Όταν ο λύκος έφτασε κάτω από το δέντρο είπε:
- Γουρουνάκι έφτασες πριν από εμένα; Είναι ωραία τα μήλα;
- Ναι πολύ ωραία, είπε το γουρουνάκι. Κάτσε να σου πετάξω ένα κάτω για να δοκιμάσεις.
Και πέταξε το μήλο πολύ μακριά από το δέντρο.
Μέχρι ο λύκος να φτάσει το μήλο, το γουρουνάκι πήδηξε κάτω από την μηλιά και έτρεξε γρήγορα στο σπίτι του.
Ο λύκος δεν το 'βαλε κάτω. Την επόμενη μέρα το πρωί πήγε πάλι στο γουρουνάκι με καινούριο σχέδιο. Χτύπησε την πόρτα και είπε:
- Γουρουνάκι το απόγευμα γίνεται ένα πανηγύρι στο διπλανό χωριό. Θέλεις να πάμε;
- Φυσικά, είπε το γουρουνάκι. Τι ώρα θα πας;
- Στις τρεις, είπε ο λύκος και έφυγε.
Το γουρουνάκι, όπως και τις άλλες φορές ξεκίνησε πιο νωρίς και πήγε στο πανηγύρι. Εκεί αγόρασε ένα βαρέλι και καθώς γύριζε είδε τον λύκο να πηγαίνει προς το σπίτι του. Τότε, μην έχοντας τι άλλο να κάνει, σκέφτηκε να μπει μέσα στο βαρέλι για να κρυφτεί. Στην προσπάθειά του όμως να μπει μέσα στο βαρέλι, αυτό αναποδογύρισε και άρχισε να κατρακυλάει στον λόφο! Ο λύκος, που δεν είχε δει το γουρουνάκι, είδε το βαρέλι να έρχεται προς τα πάνω του και τρόμαξε πολύ. Άρχισε λοιπόν να τρέχει για να φύγει και τελικά δεν πήγε στο πανηγύρι.
 Το γουρουνάκι μόλις σταμάτησε το βαρέλι, βγήκε από μέσα και πήγε γρήγορα στο σπίτι του. Μετά από λίγο, ο λύκος ηρέμησε από την λαχτάρα που πήρε και πήγε στο σπίτι του μικρού γουρουνιού. Χτύπησε την πόρτα και είπε στο γουρουνάκι τι του είχε συμβεί. Ότι δηλαδή δεν πήγε στο πανηγύρι γιατί τρόμαξε πολύ από ένα βαρέλι που κατρακυλούσε προς τα πάνω του.
- Χα χα, σε κορόιδεψα, είπε το γουρουνάκι. Είχα πάει στο πανηγύρι και αγόρασα ένα βαρέλι. Μόλις σε είδα μπήκα μέσα και άρχισα να κατρακυλάω στην πλαγιά του λόφου για να σε τρομάξω!
Όταν ο λύκος το άκουσε αυτό έγινε έξαλλος.
- Α, ώστε εσύ ήσουν που με τρόμαξες, είπε. Τότε και εγώ θα μπω στο σπίτι σου από την καμινάδα και θα σε φάω!
Το γουρουνάκι μόλις το άκουσε αυτό αποφάσισε ότι έπρεπε να δράσει γρήγορα. Έτσι, μέχρι να καταφέρει ο λύκος να ανέβει στην σκεπή, άρπαξε γρήγορα μια μεγάλη κατσαρόλα και την γέμισε νερό. Άναψε όσο πιο γρήγορα μπορούσε μια δυνατή φωτιά στο τζάκι και έβαλε από πάνω την κατσαρόλα. Όταν ο λύκος ήταν έτοιμος να μπει στην καμινάδα το νερό είχε ήδη αρχίσει να βράζει. Έτσι, όταν ο λύκος μπήκε στην καμινάδα, έπεσε με φόρα μέσα στην κατσαρόλα με το βραστό νερό και κάηκε.
Έτσι, το γουρουνάκι ξεφορτώθηκε τον κακό λύκο και από τότε έζησε αυτό καλά και εμείς καλύτερα!