Κυριακή 15 Ιουνίου 2014

Ο Τζακ και η φασολιά

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε μία πολύ φτωχή νεαρή χήρα, παρέα με το μικρό της γιο, τον Τζακ.
-Μας έμειναν δύο νομίσματα, είπε μια μέρα στο γιο της. Για να ζήσουμε, πρέπει να πουλήσουμε τη γέρικη αγελάδα μας.
Ο Τζακ πήρε την αγελάδα να πάει να την πουλήσει στο παζάρι του χωριού. Στο δρόμο όμως συνάντησε ένα γέρο που φορούσε ένα παράξενο καπέλο.
-Η αγελάδα σου είναι πολύ γριά, είπε στον Τζακ. Σου υπόσχομαι πως θα τη φροντίζω αν την ανταλλάξεις με αυτό το κουτάκι που έχει μέσα τρία μαγικά φασόλια. Να τα φυτέψεις απόψε το βράδυ, που έχει πανσέληνο και θα σου φέρουν μεγάλη τύχη!
Ο Τζακ συμφώνησε. Έδωσε την αγελάδα και πήρε το κουτί με τα φασόλια.
Το μικρό αγόρι γύρισε σπίτι του με το κουτάκι.
-Γιατί το έκανες αυτό, παιδί μου; ρώτησε η μητέρα του. Πώς θα ζήσουμε τώρα; Τι να μας κάνουν τρία φασόλια;
-Είναι μαγικά φασόλια, μαμά, απάντησε ο Τζακ. Θα τα φυτέψω και θα δεις. Θα γίνουμε πλούσιοι!
Ο Τζακ φύτεψε τα φασόλια κάτω από το φως του ολόγιομου φεγγαριού και αμέσως ένα φυλλαράκι ξεπρόβαλε από το χώμα. Έμοιαζε εύθραυστο και λεπτοκαμωμένο. Τεντώθηκε κι άφησε χώρο και σε άλλα φύλλα και σε ακόμα περισσότερα. Σε λίγα λεπτά μια τεράστια  φασολιά άρχισε να ξεφυτρώνει πάνω από το χώμα και να θεριεύει, λες και ήθελε να φτάσει ως τον ουρανό!
Ο Τζακ και η μαμά του τρεμούλιασαν από τη συγκίνηση.
-Θα σκαρφαλώσω στη φασολιά για να βρω το θησαυρό! φώναξε ο Τζακ στη μαμά του. Πέρασε στον ώμο το σακίδιό του, σκαρφάλωσε στον κορμό της φασολιάς κι άρχισε να ανεβαίνει, συνέχεια να ανεβαίνει.
-Πρόσεχε! Φώναξε η μαμά του, αλλά ο Τζακ δεν την άκουσε. Βρισκόταν πολύ ψηλά!
Η φασολιά συνέχισε να μεγαλώνει όλη τη νύχτα. Μόλις ξημέρωσε, ο Τζακ κατάλαβε πως βρισκόταν πάνω από τα σύννεφα! Ξαφνικά, είδε μπροστά του ένα επιβλητικό κάστρο. Οι πύργοι και η πύλη του ήταν ολόχρυσα. Θύμιζε κάστρο παραμυθιού. «Όποιος ζει εδώ πρέπει να είναι πολύ πλούσιος» σκέφτηκε ο Τζακ.
Η φασολιά δε σταμάτησε να μεγαλώνει, μέχρι που έφτασε στη χρυσαφένια πόρτα του κάστρου.
«Θα χτυπήσω την πόρτα!» σκέφτηκε ο Τζακ. «Κάποιος θα μου ανοίξει».
Κατέβηκε από τη φασολιά και χτύπησε την πύλη του κάστρου. Η μεγάλη πόρτα άνοιξε αργά.
-Τι δουλειά έχεις εσύ εδώ; φώναξε η γλυκιά γυναίκα που άνοιξε την πόρτα. Ο άντρας μου είναι ένας γίγαντας. Έρχεται… ακούω τα βήματά του! Μπες γρήγορα μέσα να σε κρύψω!
Ο Τζακ μόλις που πρόλαβε να κρυφτεί μέσα σ’ ένα ντουλάπι, όταν εμφανίστηκε ένας γίγαντας και πλησίασε ένα κλουβί που είχε μέσα μια μικρή κοτούλα.
-Λοιπόν; Γέννησες, καλή μου; ρώτησε ο γίγαντας.
Ύστερα άνοιξε το κλουβί κι έβγαλε από μέσα ένα χρυσό αυγό!
Ο Τζακ δεν πίστευε στα μάτια του.
Ο γίγαντας κάθισε στο τραπέζι και άρχισε να τρώει με όρεξη. Δίπλα του βρισκόταν μία ολόχρυση μικρούλα άρπα με μορφή γυναίκας.
-Εμπρός, άρπα, παίξε! διέταξε ο γίγαντας.
Η άρπα άρχισε να παίζει και να τραγουδάει με την κρυστάλλινη φωνή της, ενώ ο γίγαντας καταβρόχθιζε το έβδομο χοιρινό μπούτι κι έπινε την τέταρτη κανάτα κρασί. . Σε λίγο, νανουρισμένος από τη γλυκιά μουσική της άρπας, ξάπλωσε σ’ έναν καναπέ και αποκοιμήθηκε.
Ο Τζακ περίμενε λίγα λεπτά προτού βγει από την κρυψώνα του. Κι ενώ ο γίγαντας ροχάλιζε του καλού καιρού, το αγόρι άρπαξε την κοτούλα και την παράχωσε στο σακίδιό του. Ύστερα, χωρίς να κάνει θόρυβο, πήρε και την άρπα κι άρχισε να περπατάει στις μύτες των ποδιών του, για να βγει από το δωμάτιο.
-Μην τολμήσεις να κακαρίσεις, κοτούλα μου! ψιθύρισε στην κότα.
Τη στιγμή όμως που έβγαινε από το δωμάτιο, η άρπα χτύπησε ελαφρά πάνω στην πόρτα και της ξέφυγαν μερικές νότες.
-Τι… τι συμβαίνει; φώναξε, ξυπνώντας, ο γίγαντας. Πού είναι η άρπα μου; Κλέφτη! Έτσι και σε πιάσω, θα σε κάνω μια μπουκιά! συνέχισε, βλέποντας τον Τζακ, και άρχισε να τον κυνηγάει.
Ο Τζακ βγήκε από το παλάτι και άρχισε να τρέχει πάνω στον κορμό της φασολιάς. Ο γίγαντας τον ακολούθησε.
-Πιο γρήγορα! Πιο γρήγορα! κακάριζε η κότα μέσα από το σακίδιο του Τζακ. Αν σε πιάσει θα σε φάει!
Ο Τζακ άρχισε να κατεβαίνει τον κορμό. Ο γίγαντας, βαρύς και αδέξιος, αργοπορούσε κι έτσι το μικρό αγόρι κατάφερε να φτάσει στο έδαφος πριν απ’ αυτόν και να αρπάξει ένα κοφτερό τσεκούρι.
Τσακ! Τσακ! Τσακ! Με μερικά χτυπήματα ο Τζακ έκοψε τον κορμό της φασολιάς. Ο κορμός έπεσε με φόρα στο χώμα, παρασύροντας στην πτώση του και το γίγαντα, που έπεσε σ’ ένα χωράφι με γαϊδουράγκαθα.
-Ζήτω! κακάρισε η κότα. Δε θα με ξανακλειδώσει ποτέ σε κλουβί. Για να σε ευχαριστήσω Τζακ, θα σου γεννάω κάθε μέρα ένα χρυσό αυγό!
Ο Τζακ έπεσε στην αγκαλιά της μαμάς του. Από τότε, χάρη στην κοτούλα που γεννούσε κάθε μέρα ένα χρυσό αυγό, ο Τζακ και η μαμά του έγιναν πολύ πλούσιοι. Τόσο πλούσιοι, που μοιράστηκαν την περιουσία τους με όλους τους φτωχούς της χώρας!


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου