Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2012

Οι δύο λύκοι - ινδιάνικος μύθος


Ένα βράδυ ένας γέρος Iνδιάνος της φυλής Τσερόκι, μίλησε στον εγγονό του για τη μάχη που γίνεται μέσα στην ψυχή των ανθρώπων.
Είπε:
«Γιε μου, η μάχη γίνεται μεταξύ δυο "λύκων" που υπάρχουν μέσα σε όλους μας...»
Ο ένας είναι το Κακό. Είναι ο θυμός, η ζήλια, η θλίψη, η απογοήτευση, η απληστία, η αλαζονεία, τα ψέματα, η αυτολύπηση, η προσβολή, η κατωτερότητα,  η ματαιοδοξία, η υπεροψία, και το Eγώ.
Ο άλλος είναι το Καλό. Είναι η χαρά, η ειρήνη, η αγάπη, η ελπίδα, η ηρεμία, η ταπεινοφροσύνη, η ευγένεια, η φιλανθρωπία, η συμπόνια, η γενναιοδωρία, η αλήθεια, η ευσπλαχνία και η πίστη στο Θεό.
Ο εγγονός το σκέφτηκε για ένα λεπτό και μετά ρώτησε τον παππού του: 
«Ποιος λύκος νικάει;» 
Ο γέρος Ινδιάνος Τσερόκι απάντησε απλά... «Αυτός που ταΐζεις.»


 

Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2012

Για την αλήθεια...

Υπάρχει ένα είδος αλήθειας σε όλα, ακόμα και στα παραμύθια. Ιδιαίτερα στα παραμύθια...
Ο βασιλιάς το κατάλαβε όπως κοίταξε έξω από τη στέγη του ναού και είδε τα σύννεφα να πετούν στο παρελθόν και τα πράσινα λιβάδια μπροστά του. 
Ήξερε ότι μερικά πράγματα είναι πραγματικά είτε πιστεύουμε σε αυτά είτε όχι...

Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2012

Σάββατο 4 Αυγούστου 2012

Η Χιονάτη και οι επτά νάνοι


Μια βασίλισσα ενώ πλέκει, κατά λάθος τρυπάει το δάχτυλο με την βελόνα και τρεις σταγόνες αίμα πέφτουν στο χιόνι του εβένινου παραθύρου που καθόταν. Τότε εύχεται να έχει ένα παιδί με σάρκα λευκή σαν το χιόνι, χείλη κόκκινα σαν το αίμα και μαλλιά μαύρα σαν τον έβενο. Πράγματι γέννησε μια τέτοια κόρη που την ονόμασε Χιονάτη (λευκή του χιονιού). Σύντομα η βασίλισσα πέθανε και ο βασιλιάς πήρε μιαν άλλη γυναίκα όμορφη μα ματαιόδοξη και υπερήφανη, αφού δεν άντεχε κάποιαν άλλη να ξεπεράσει την ομορφιά της.
Η βασίλισσα είχε ένα μαγικό καθρέφτη, που κοιταζόταν σ' αυτόν και τον ρωτούσε: "Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου στον τοίχο πάνω τώρα, ποια είναι η ωραιότερη σ' ολόκληρη τη χώρα;" Ο καθρέφτης απαντούσε: "Κυρά Βασίλισσα, εσύ είσαι η ωραιότερη στην χώρα". Όταν όμως η Χιονάτη έγινε επτά χρονών, ο καθρέφτης απάντησε ότι εκείνη τώρα ήταν η ωραιότερη. Η βασίλισσα διέταξε έναν κυνηγό να πάρει το παιδί στο δάσος και αφού το σκοτώσει, να φέρει πίσω την καρδιά της. Εκείνος, όμως, την λυπήθηκε και δίστασε να την σκοτώσει και την είπε να τρέξει μέσα στο δάσος για να ξεφύγει από την βασίλισσα, και έτσι αντί της Χιονάτης έφερε την καρδιά ενός ελαφιού. Όταν ο κυνηγός έφτασε στο παλάτι η βασιλισσα διέταξε τον μάγειρα να μαγειρέψει την καρδία για να την φάει.
Τρέχοντας η Χιονάτη βρήκε ένα σπίτι μέσα στο δάσος. Ήταν το σπίτι των επτά νάνων. Εκεί έφαγε, ξάπλωσε και κοιμήθηκε. Μετά από λίγη ώρα οι νάνοι έφτασαν στο σπίτι τους και την είδαν να κοιμάται. Η νύχτα πέρασε και την άλλη μέρα το κορίτσι ξύπνησε, και αφού τους είπε την ιστορία της, ζήτησε από τους νάνους να μείνει μαζί τους. Αυτοί την είπαν πως αν καθαρίζει, πλένει, σφουγγαρίζει, ξεσκονίζει, πλέκει και δένει τότε θα μείνει μαζί τους και θα έχει ό,τι θέλει. Η Χιονάτη δέχτηκε και έτσι έμεινε μαζί τους. Οι μέρες περνούσαν και οι επτά νάνοι αγάπησαν τη Χιονάτη, όπως κι αυτή αγάπησε εκείνους.
Μια μέρα η βασίλισσα κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και τον ρώτησε: "Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου στον τοίχο πάνω τώρα, ποια είναι η ωραιότερη σ' ολόκληρη τη χώρα;" και ο καθρέφτης της απάντησε: "Κυρά Βασίλισσα, εσύ είσαι η ωραιότερη εδώ, μα πέρα από τα βουναλάκια, μαζί με τα επτά νανάκια, είν' η Χιονάτη από σένα χίλιες φορές ωραιότερη, όπως εγώ μπορώ να δω!" 
Έτσι η βασίλισσα μεταμφιέστηκε σε μια γυρολόγο και πήγε στο σπίτι των νάνων για να σκοτώσει τη Χιονάτη. Αφού κατάφερε να παζαρέψει και να πουλήσει στο κορίτσι κάποια μεταξένια κορδόνια δεσίματος του κορσέ, τα έδεσε πολύ σφιχτά σε αυτή και εκείνη έπεσε κάτω αναίσθητη.

Όταν οι νάνοι ήρθαν, έκοψαν τα κορδόνια και αυτή ζωντάνεψε. 
Μα ο καθρέφτης είπε στη βασίλισσα ότι η Χιονάτη ήταν ακόμα ζωντανή. Τότε εκείνη ξαναήρθε στο σπιτάκι, ντυμένη ως γερόντισσα, αυτή τη φορά με μια δηλητηριώδη χτένα, την οποία έβαλε στα μαλλιά της Χιονάτης κάνοντας την να ξαναλιποθυμήσει. Αφού οι νάνοι την έσωσαν, η βασίλισσα μαθαίνοντας πάλι για εκείνη έφτιαξε τώρα ένα μήλο, μισό λευκό και καθαρό, μισό κόκκινο και δηλητηριασμένο. Έπειτα με την μορφή αγρότισσας πήγε στην καλύβα, και πρόσφερε την κόκκινη πλευρά του μήλου στο κορίτσι, τρώγοντας η ίδια τη λευκή. Πριν βάλει μια μπουκιά στο στόμα της η πριγκίπισσα έπεσε κάτω νεκρή. Οι νάνοι μη μπορώντας να την συνεφέρουν, την θρήνησαν για τρία μερόνυχτα και έπειτα, επειδή παρέμενε όμορφη, την έκλεισαν σε ένα γυάλινο φέρετρο και σκάλισαν με χρυσά γράμματα το όνομα και την καταγωγή της βασιλοπούλας.

Τα χρόνια πέρασαν και ένα βασιλόπουλο που έφθασε στα βουνά, είδε την όμορφη κόρη πλέον να κείται στο φέρετρο. Τότε εκείνος ζήτησε και οι νάνοι του έδωσαν το φέρετρο στο παλάτι του. Στη διαδρομή ένας από τους στρατιώτες που κουβαλούσαν την κόρη σκόνταψε και το φέρετρο τραντάχτηκε με αποτέλεσμα το κομμάτι του μήλου να ξεκολλήσει από τον λαιμό της Χιονάτης και εκείνη να ζωντανέψει. Έτσι, αφού της εξήγησαν τι είχε γίνει, το βασιλόπουλο την πήρε μαζί του και την παντρεύτηκε.

Η βασίλισσα τόσο καιρό ήρεμη από την απάντηση του καθρέπτη ότι αυτή είναι η ωραιότερη και καλεσμένη στον γάμο, μόλις πριν φύγει για εκεί, ρωτάει τη συνήθη ερώτηση και ο καθρέπτης λέει: "Κυρά Βασίλισσα, εσύ είσαι η ωραιότερη εδώ, μα είν' η νεαρή Βασίλισσα χίλιες φορές ωραιότερη, όπως εγώ μπορώ να δω" 
Έτσι η Βασίλισσα καταφθάνοντας στον γάμο μαθαίνει για την Χιονάτη και την τιμωρούν με δυο πυρακτωμένα παπούτσια, τα οποία της τα πήγαινε ως δώρο για να την σκοτώσει, τα φοράει και χορεύοντας οδηγείται η ίδια στον θάνατο. Μετά τον θάνατο της βασίλισσας, η Χιονάτη έζησε με τον πρίγκιπα και τους νάνους ευτυχισμένη για όλη την υπόλοιπη ζωή της.

Σάββατο 28 Ιουλίου 2012

Παραμύθια και δράκοι...


Τα παραμύθια είναι κάτι παραπάνω από αληθινά...
Όχι επειδή μας λένε ότι υπάρχουν δράκοι,
αλλά για να μας πούνε ότι μπορούν να ηττηθούν οι δράκοι!

Σάββατο 23 Ιουνίου 2012

Το νόημα πίσω από την "Κοκκινοσκουφίτσα"


Το παραμύθι υποδηλώνει ότι το να εμπιστευόμαστε οποιονδήποτε είναι σα να αφηνόμαστε να πέσουμε σε παγίδες. Όσο ελκυστική και αν είναι η αθωότητα, είναι επικίνδυνο για κάποιον να παραμείνει αφελής σε όλη του τη ζωή.
Εκτός από την πρώτη εμφανή προειδοποίηση του να μη συζητάμε με ξένους και να μην τους εμπιστευόμαστε, υπάρχουν πολλές άλλες εκδοχές του κλασικού παραμυθιού.


Λαογράφοι και ανθρωπολόγοι, όπως οι P. Saintyves και Edward Burnett Tylor είδαν την κόκκινη κουκούλα της ως τον λαμπερό ήλιο που τελικά απορροφήθηκε από το τρομερό βράδυ (ο λύκος), και οι εκδοχές που κόβεται η κοιλιά του λύκου και βγαίνει έξω η κοκκινοσκουφίτσα αντιπροσωπεύουν την αυγή. Εναλλακτικά, η ιστορία θα μπορούσε να είναι για την εποχή της άνοιξης, ή το μήνα Μάιο και την διαφυγή του από τον χειμώνα.
Από ανθρωπολογικής άποψης η ιστορία έχει ερμηνευθεί ως μια τελετουργία στην εφηβεία. Το κορίτσι, φεύγει από το σπίτι, μπαίνει σε μια ενδιάμεση κατάσταση και περνώντας μέσα από την ιστορία, μετατρέπεται σε μια ενήλικη γυναίκα με την συμβολική πράξη της εξόδου από την κοιλιά του λύκου.
Ο Bruno Bettelheim, στο "The Uses of Enchantment" είδε την κοκκινοσκουφίτσα από την άποψη της κλασικής φροϋδικής ανάλυσης, που δείχνει το πως τα παραμύθια διαπαιδαγωγούν, υποστηρίζουν και απελευθερώνουν τα συναισθήματα των παιδιών. Το μοτίβο του κυνηγού που κόβει την κοιλιά του λύκου ερμηνεύεται ως μια "αναγέννηση". Το κορίτσι που ανόητα άκουσε τον λύκο έχει ξαναγεννηθεί ως ένα νέο πρόσωπο. Η αλλαγή είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης φύσης, με το οποίο τα παιδιά πρέπει να έρθουν σε επαφή από νωρίς.
Η κοκκινοσκουφίτσα έχει επίσης θεωρηθεί ως παραβολή της σεξουαλικής ωρίμανσης. Σε αυτή την ερμηνεία, ο κόκκινος μανδύας συμβολίζει το αίμα της εμμήνου ρύσεως. Ο μανδύας θα μπορούσε επίσης να συμβολίσει την αγνότητα της έφηβης κοπέλας (σε παλαιότερες εκδόσεις της ιστορίας γενικά δεν αναφέρεται ότι ο μανδύας είναι κόκκινος). Στην περίπτωση αυτή, ο λύκος απειλεί την αγνότητα του κοριτσιού. Συμβολίζει έναν άνθρωπο, ο οποίος θα μπορούσε να είναι ένας εραστής, γόης ή κακοποιός. Αυτό διαφέρει από την ανθρωπολογική εξήγηση (τελετουργία) στο ότι η είσοδος στην ενήλικη ζωή προσδιορίζεται βιολογικά και όχι κοινωνικά.


Παρασκευή 22 Ιουνίου 2012

Η Κοκκινοσκουφίτσα (κατά αδελφούς Grimm)


Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα μικρό κοριτσάκι, που και μόνο που το έβλεπες, έφτανε για να το αγαπήσεις. Περισσότερο από όλους το αγαπούσε η γιαγιά του, που συνεχώς έκανε δώρα στην μικρή της εγγονή. Μια μέρα της χάρισε ένα σκούφο από κόκκινο ύφασμα. Τόσο πολύ άρεσε στο κορίτσι ο κόκκινος σκούφος που δεν ήθελε ποτέ πια να τον αποχωριστεί. Έτσι όλοι την αποκαλούσαν «η κοκκινοσκουφίτσα».
Μια μέρα η μητέρα της λέει: «Κοκκινοσκουφίτσα, πάρε ένα κομμάτι γλυκό και ένα μπουκάλι κρασί και πήγαινέ τα στη γιαγιά σου για να δυναμώσει που είναι άρρωστη και αδύναμη. Να προσέχεις στο δρόμο, γιατί αλλιώς θα πέσεις και θα σπάσεις τα πράγματα και δεν θα μείνει τίποτε για την γιαγιά σου».
«Εντάξει θα κάνω ότι μου είπες» υποσχέθηκε η κοκκινοσκουφίτσα. 
Η γιαγιά ζούσε στο δάσος μισή ώρα μακριά από το χωριό. Καθώς λοιπόν μπήκε στο δάσος την συνάντησε ο λύκος. Η κοκκινοσκουφίτσα όμως δεν ήξερε ότι ο λύκος είναι κακό ζώο και έτσι δεν τον φοβήθηκε.
-Καλημέρα κοκκινοσκουφίτσα. Είπε ο λύκος
-Καλημέρα λύκε. Απάντησε το κοριτσάκι
-Για πού το έβαλες πρωί-πρωί;
-Πηγαίνω στη γιαγιά μου.
-Και τι κουβαλάς στη ποδιά σου;
-Γλυκό και κρασί για την άρρωστη γιαγιά μου. Εχθές φτιάξαμε το γλυκό για να το φάει η γιαγιά και να δυναμώσει.

-Κοκκινοσκουφίτσα που μένει η γιαγιά σου;
-Μέσα στο δάσος. Το σπίτι της είναι κάτω από τρεις βελανιδιές μέσα στα φυστικόδεντρα. Θα πρέπει να το ξέρεις.
Ο λύκος σκέφτηκε ότι η κοκκινοσκουφίτσα θα ήταν ένας καταπληκτικός μεζές και αναρωτιόταν τι θα έπρεπε να κάνει ώστε να τον αποκτήσει. Για λίγο ακόμη περπάτησε στο πλάι της κοκκινοσκουφίτσας και μετά άρχισε να της λέει: «Κοκκινοσκουφίτσα, κοίταξε τι ωραία λουλούδια που υπάρχουν στο δάσος. Μα γιατί δεν τα κοιτάς. Έχω την εντύπωση ότι ούτε καν ακούς το όμορφο κελάηδημα των πουλιών! Εσύ περπατάς σαν να είσαι στο δρόμο για το σχολείο, ενώ είναι τόσο όμορφα στο δάσος».
Η κοκκινοσκουφίτσα σήκωσε τότε τα μάτια της και είδε τις αχτίδες του ήλιου να περνάνε ανάμεσα στα δέντρα. Το δάσος ήταν γεμάτο λουλούδια και έτσι είπε να φτιάξει μια ανθοδέσμη για τη γιαγιά της. «Ακόμη νωρίς είναι» σκέφτηκε «έχω αρκετή ώρα για να φτάσω έγκαιρα στη γιαγιά». Έτσι μπήκε χορεύοντας στο δάσος και άρχισε να διαλέγει λουλούδια. Μόλις μάζευε ένα λουλούδι αμέσως έβρισκε ένα άλλο ομορφότερο και η κοκκινοσκουφίτσα ξεμάκραινε ολοένα και περισσότερο από τον δρόμο της και έμπαινε βαθύτερα στο δάσος.
Ο λύκος όμως προχώρησε χωρίς να καθυστερήσει απευθείας στο σπίτι της γιαγιάς και χτύπησε την πόρτα.

-Ποιος είναι; Ρώτησε η γιαγιά
-Η κοκκινοσκουφίτσα απάντησε ο λύκος. Σου φέρνω γλυκό και κρασί. Άνοιξε μου.
-Άνοιξε την πόρτα δεν έχω κλειδώσει, απάντησε η γιαγιά. Είμαι πολύ αδύναμη για να σηκωθώ.
Ο κακός ο λύκος άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα χωρίς να πει κουβέντα. Κατευθύνθηκε στο κρεβάτι της γιαγιάς και την κατάπιε. Μετά πήρε τα ρούχα της και τα φόρεσε. Έβαλε και το καπέλο του ύπνου της γιαγιάς και ξάπλωσε ενώ προηγουμένως τράβηξε της κουρτίνες.
Η κοκκινοσκουφίτσα έτρεχε στο δάσος ψάχνοντας για λουλούδια, και όταν βρήκε τόσα ώστε να μη μπορεί να κουβαλήσει περισσότερα, θυμήθηκε την γιαγιά της και ξεκίνησε να πάει να την επισκεφτεί. Καθώς έφτασε βρήκε την πόρτα ανοιχτή πράγμα ασυνήθιστο. Μόλις μπήκε στο δωμάτιο αισθάνθηκε πολύ άβολα και σκέφτηκε «γιατί άραγε είμαι τόσο φοβισμένη σήμερα, αφού συνήθως έρχομαι στη γιαγιά με μεγάλη ευχαρίστηση».
Μετά από αυτό πήγε προς το κρεβάτι και άνοιξε τις κουρτίνες. Στο κρεβάτι είδε ξαπλωμένη την γιαγιά με κατεβασμένο το καπέλο του ύπνου βαθιά μέσα στο πρόσωπο, ενώ το παρουσιαστικό της ξάφνιαζε την κοκκινοσκουφίτσα.

-Γιαγιά, γιατί έχεις τόσο μεγάλα αυτιά;
-Για να σε ακούω καλύτερα!
-Γιαγιά, γιατί έχεις τόσο μεγάλα μάτια;
-Για να σε βλέπω καλύτερα!
-Γιαγιά, γιατί έχει τόσο μεγάλα χέρια;
-Για να σε πιάνω καλύτερα!
-Αλλά γιαγιά, τι μεγάλο και τρομακτικό στόμα που έχεις;
-Για να σε φάω καλύτερα!
Και αμέσως πετάχτηκε από το κρεβάτι και όρμησε πάνω στην κοκκινοσκουφίτσα και την κατάπιε. Μετά ξάπλωσε στο κρεβάτι και αποκοιμήθηκε ροχαλίζοντας πολύ δυνατά.
Τυχαία έξω από το σπιτάκι της γιαγιάς περνούσε ο κυνηγός, που ακούγοντας το ροχαλητό ξαφνιάστηκε. «Δεν είναι φυσικό γριά γυναίκα να ροχαλίζει έτσι» σκέφτηκε και μπήκε στο σπιτάκι για να δει αν χρειάζεται κάτι η γιαγιά. Μόλις μπήκε στο δωμάτιο, πλησίασε το κρεβάτι και το λύκο που έψαχνε εδώ και καιρό ξαπλωμένο. Αμέσως άρπαξε το όπλο του, αλλά σκέφτηκε ότι ο λύκος μπορεί να έφαγε την γιαγιά και ίσως προλάβαινε ακόμη να την σώσει. Έτσι δεν πυροβόλησε αλλά πήρε το ψαλίδι και έκοψε την κοιλιά του λύκου που κοιμόταν. Μόλις άρχισε να κόβει μερικές φορές με το ψαλίδι, είδε να λάμπει η κοκκινοσκουφίτσα και μόλις έκοψε λίγο ακόμη πετάχτηκε το κοριτσάκι μέσα από την κοιλιά του λύκου.
-Αχ πόσο φοβήθηκα, ήταν τόσο σκοτεινά μέσα στην κοιλιά του λύκου.
Αμέσως μετά βγήκε και η γιαγιά ζωντανή μέσα από την κοιλιά. Η κοκκινοσκουφίτσα έτρεξε και έφερε πέτρες και με τις πέτρες γέμισαν την κοιλιά του λύκου. Μόλις  ξύπνησε ο λύκος ήθελε να το σκάσει, αλλά οι πέτρες ήταν τόσο βαριές που έπεσε κάτω και πέθανε.
Μετά από αυτό όλοι ήταν ικανοποιημένοι. Ο κυνηγός πήρε το τομάρι του λύκου, η γιαγιά έφαγε το γλυκό και ήπιε το κρασί που έφερε η κοκκινοσκουφίτσα και η κοκκινοσκουφίτσα σκεφτότανε ότι όσο ζούσε δεν θα άφηνε ξανά τον δρόμο της για να μπει στο δάσος, ειδικά όταν της το έχει απαγορεύσει η μαμά της.

Επίσης λένε ότι μια άλλη φορά που η κοκκινοσκουφίτσα πήγαινε γλυκά στη γιαγιά της, ένας άλλος λύκος της μίλησε και προσπάθησε να την οδηγήσει μακριά από τον δρόμο της. Η κοκκινοσκουφίτσα όμως προφυλάχθηκε και πήγε απευθείας στο σπίτι της γιαγιάς. Όταν έφτασε στη γιαγιά της, της είπε ότι συνάντησε τον κακό λύκο και ότι της είπε καλημέρα, αλλά την κοίταξε με τέτοια κακία στα μάτια «που αν δεν ήταν καταμεσής στο δρόμο  θα με είχε φάει».
«Έλα» είπε η γιαγιά «ας κλειδώσουμε την πόρτα για να μη μπορεί να μπει». Μετά από λίγο ήρθε ο λύκος και χτύπησε την πόρτα «έλα γιαγιά άνοιξε, είμαι η κοκκινοσκουφίτσα και σου φέρνω γλυκά». Αλλά η γιαγιά και η εγγονή δεν αποκρίθηκαν και έκαναν ησυχία σαν να μην ήταν κανείς στο σπίτι. Ο κακός λύκος γυρνούσε γύρω-γύρω από το σπίτι για να δει τι συμβαίνει. Σαν είδε και απόειδε ότι κανείς δεν αποκρινόταν, ανέβηκε στη σκεπή του σπιτιού για να περιμένει.
Αλλά η γιαγιά κατάλαβε το σχέδιο του λύκου και είπε στην κοκκινοσκουφίτσα: «φέρε έναν κουβά, πάρε το νερό στο οποίο έβρασα εχθές τα λουκάνικα και ρίξε το στο πηγάδι». Η κοκκινοσκουφίτσα γέμισε το πηγάδι με το νερό από τα λουκάνικα. Τότε η μυρωδιά έφτασε μέχρι την σκεπή και ο λύκος άπλωνε το κεφάλι του για να δει τι μυρίζει τόσο ωραία. Κάποια στιγμή άπλωσε τόσο πολύ το κεφάλι του που έχασε την ισορροπία του, γλίστρησε από την σκεπή, έπεσε στο πηγάδι και πνίγηκε. Έτσι η κοκκινοσκουφίτσα επέστρεψε χαρούμενη στο σπίτι της και κανείς δεν της έκανε κακό.




Πέμπτη 7 Ιουνίου 2012

Το ηλιοτρόπιο - Ευγένιος Τριβιζάς


Ήταν κάποτε ένα λιβάδι γεμάτο ηλιοτρόπια. Και όλα αυτά τα ηλιοτρόπια κοιτούσαν ολημερίς με θαυμασμό τον ήλιο. Όταν ο ήλιος ήταν από εκεί, γύριζαν από εκεί. Όταν ο ήλιος ήταν από εδώ, γυρνούσαν από εδώ. Εκτός από ένα. Ένα μόνο ηλιοτρόπιο απ` όλα τα ηλιοτρόπια του κάμπου δεν κοίταζε τον ήλιο. Όταν ο ήλιος ήταν από εδώ, το ηλιοτρόπιο αυτό, κοιτούσε από εκεί. Όταν ο ήλιος ήταν από εκεί το ηλιοτρόπιο κοιτούσε από εδώ.
- «Μα γιατί δεν κοιτάς κι εσύ τον ήλιο τον ακριβοθώρητο, όπως εμείς;», ρωτούσαν τα άλλα ηλιοτρόπια απορημένα.
- «Και γιατί να τον κοιτώ;»
- «Επειδή είναι χρυσός, επειδή λάμπει κι ανασαίνει φως.»
- «Ε και λοιπόν; Χαρά στο πράγμα Ανασαίνει φως και κάτι έγινε.»
- «Τι θες να πεις, δεν σ` αρέσει δηλαδή;»
- «Καλός είναι, δεν λέω. Αλλά όχι και να τον θαυμάζει κανείς από το πρωί ίσα με το βράδυ. Αλήθεια δεν μπορώ να καταλάβω τι του βρίσκετε και τον κοιτάτε σαν χαζά μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει.»
«Δεν είναι στα καλά του», σκεφτόταν τα άλλα ηλιοτρόπια. «Ακούς εκεί να μη θέλει να κοιτάζει τον ήλιο».
Και περνούσαν οι μέρες, και όλα τα ηλιοτρόπια κοιτούσαν τον ήλιο εκτός από εκείνο το ηλιοτρόπιο το ένα που κοιτούσε πάντα από την αντίθετη πλευρά.
- «Δε μου λες, γιατί δε με κοιτάς;», το ρωτάει μια μέρα ο ήλιος.
- «Άσε με ήσυχο.», είπε το ηλιοτρόπιο
- «Πες μου, γιατί δεν με κοιτάς;», ξαναρωτάει ο ήλιος.
- «Θέλεις αλήθεια να σου πω;»
- «Ναι»
- «Επειδή θέλω να βγαίνεις μόνο για μένα, μόνο για μένα να γελάς, να λάμπεις μόνο για μένα, εμένα μόνο να ζεσταίνεις, είπε το ηλιοτρόπιο. Αν έβγαινες μόνο για μένα τότε ναι, θα σε κοιτούσα.»
- «Μα δε γίνεται αυτό», αποκρίθηκε ο ήλιος. «Δεν γίνεται να βγαίνω μόνο για σένα, να γελάω μόνο για σένα, εσένα μόνο να ζεσταίνω, δε γίνεται.»
- «Τότε κι εγώ δε θα σε κοιτάω.»
- «Μα πρέπει μικρό ηλιοτρόπιο. Θα μαραθείς αν δε με κοιτάς;»
- «Και τι σε νοιάζει εσένα αν μαραθώ; Παράτα με», είπε το ηλιοτρόπιο.
Δεν μίλησε ο ήλιος και το ηλιοτρόπιο κοιτούσε με πείσμα από την άλλη την μεριά.
Και περνούσαν οι μέρες και άρχισε να χλομιάζει το ηλιοτρόπιο.
«Είδατε;» Ψιθύριζαν τα άλλα ηλιοτρόπια μεταξύ τους. «Δεν κοιτάζει τον ήλιο και ορίστε, ιδού τα αποτελέσματα. Δεν το βλέπω καθόλου καλά. Να μου το θυμηθείτε, έτσι όπως πάει, αργά ή γρήγορα θα μαραθεί».
Είχε δίκιο. Κάθε μέρα που περνούσε το ηλιοτρόπιο γινόταν όλο και πιο χλωμό. Ο μίσχος, τα πέταλα του μαραίνονταν, αλλά ούτε που γυρνούσε να κοιτάξει τον βασιλιά ήλιο. Παραξενεμένα τα άλλα ηλιοτρόπιο το άκουγαν να μιλάει μόνο του: «Φύγε, έλεγε δεν θέλω να σε βλέπω, φύγε.»
Ώσπου ένα βράδυ, το τελευταίο εκείνο βράδυ, όταν όλα τα άλλα ηλιοτρόπια είχαν αποκοιμηθεί, μέσα στη νύχτα, μέσα στη σιωπή, πρόβαλε ο ήλιος. Πρώτη φορά έβγαινε το βράδυ. Δεν είχε ξαναγίνει κάτι τέτοιο. Βγήκε και έδιωξε το σκοτάδι και πλημμύρισε με ένα χρυσαφένιο φως, μαγευτικό φως, το όνειρο του.
- «Ήρθες;», είπε το ηλιοτρόπιο.
- «Ήρθα», είπε ο ήλιος.
- «Μόνο για μένα;»
- «Μόνο για σένα», αποκρίθηκε ο ήλιος, «έλα».
Ένιωσε ανάλαφρο το ηλιοτρόπιο. Τόσο ανάλαφρο σαν να μη το έδενε η ρίζα του στο χώμα. Λες κι έγιναν φτερά τα φύλα του αφέθηκε να ανεβαίνει. Κι ανέβαινε, όλο ανέβαινε. Ήταν τόσο μαγευτικός ο ουρανός, τόσο φωτεινός, δε γίνεται πιο φωτεινός, κι έφτασε κοντά στον ήλιο. Κι από εκεί ψηλά, είδε όλες τις θάλασσες κι όλα τα λιβάδια, είδε λίμνες είδε λειμώνες είδε δάση είδε ροδώνες και χώρες μαγικές και κόρφους μυστικούς και νησιά που ταξίδευαν στο κύμα, και πράσινα ποτάμια που στραυτάριζαν κι ολόλευκα πουλιά πάνω από τα βουνά τα ασημένια.
- «Έλα κοντά μου», είπε ο ήλιος.
Το ηλιοτρόπιο πήγε κοντά.
- «Πιο κοντά», είπε ο ήλιος.
Το ηλιοτρόπιο πήγε πιο κοντά.
- «Κοίτα με», είπε ο ήλιος, «κοίτα με ηλιοτρόπιο».
Το ηλιοτρόπιο τον κοίταξε. «Εσένα μόνο», είπε ο ήλιος και το άγγιξε με την ανάσα του.
Κι ένιωσε την ανάσα εκείνη να το καίει σαν πυρετός, σα φλόγα να το αγκαλιάζει, σαν αστραπή θαμπωτική να το πονά κι ήταν όλα ένα χρυσάφι μέσα του ολόγυρά του. Φλόγα θαμπωτική ο ουρανός απ' άκρη σ' άκρη. Κι ένιωσε τα φυλλοκάρδια του να ανοίγουν, να γλιστράν, να σκορπάν, τα σπόρια του να πέφτουν δάκρυα και βροχή στις θάλασσες του κόσμου κι όπως άγγιζαν τον αφρό όπως άγγιζαν το κύμα σπίθες χρυσές να αναπηδούν, μυριάδες ηλιοτρόπια να βλασταίνουν στη στιγμή, κύματα κι άλλα κύματα από ηλιοτρόπια χρυσά, ήλιοι λουλουδένιοι, που στραφτάλιζαν ολούθε ονειρικά, θάλασσες απέραντες, χωρίς αρχή και τέλος.
Είχε συννεφιά το άλλο πρωί. Δεν βγήκε την μέρα εκείνη ο ήλιος. Κατασκότεινος ο ουρανός, λες και ήταν βουρκωμένος. Το ηλιοτρόπιο έγερνε στον μίσχο του ξερό, καψαλισμένο, δίχως δροσιά, χωρίς πνοή, ανάμεσα στα δροσάτα ηλιοτρόπια του κάμπου.
- «Τα 'θελε και τα 'πάθε», είπε ένα ηλιοτρόπιο.
- «Πήγαινε γυρεύοντας», είπε ένα άλλο.
Έτσι είπαν. Έτσι είπαν και το λυπήθηκαν. Το λυπήθηκαν επειδή κανένα τους δε μάντεψε πόσο μεγάλη ήταν η αγάπη του. Κανένας δεν έμαθε ποτέ το τελευταίο όνειρό του.


Τρίτη 5 Ιουνίου 2012

Φτιάξε το δικό σου παραμύθι


Tο διάβασμα είναι σημαντικό κομμάτι της εκπαίδευσης και της ζωής ενός παιδιού. Πρέπει να διαβάζουμε στα παιδιά σε κάθε ευκαιρία. Οι γονείς πρέπει να αρχίζουν να τους διαβάζουν από την βρεφική ηλικία και να κρατήσουν αυτήν την συνήθεια κάθε βράδυ μέχρι να μεγαλώσουν αρκετά ώστε να μπορούν να διαβάζουν μόνα τους. Τότε πρέπει να τα ενθαρρύνουν να διαβάζουν εκείνα ιστορίες στα άλλα μέλη της οικογένειας ή να φτιάχνουν τις δικές τους!
Αυτό βέβαια χρειάζεται μία προετοιμασία από τους γονείς ή τους παιδαγωγούς. Για να φτιάξει το παιδί τη δική του ιστορία πρέπει αφενός μεν να του δοθούν τα ερεθίσματα, αφετερου δε να έχει δει κάποιον να το κάνει.
Φτιάξτε δικά σας παραμύθια! Δημιουργείστε με φαντασία, με διάθεση, με χιούμορ, με περιέργεια και με ανατροπές. Απελευθερωθείτε από την καθημερινότητα και επικοινωνήστε με το παιδί μέσα από τον δικό του μαγικό κόσμο. Δεν χρειάζεται ταλέντο, είναι εύκολο. Με αυτό τον τρόπο, μέσα από απλά και καθημερινά ερεθίσματα, γαργαλώντας τη φαντασία, το παιδί δεν βαριέται αλλά κυρίως του δίνετε κίνητρο να δημιουργήσει και αυτό την δική του ιστορία. Θα πρέπει να την ζήσετε και να την υποστηρίξετε. Μπορείτε να την προσαρμόσετε στην ζωή σας. Υπάρχει ιστορία για κάθε στιγμή. Μπορούμε να προσαρμόσουμε τις ιστορίες στη καθημερινότητά μας. Αυτά που ζει το παιδί καθημερινά μπορούν να γίνουν η δική σας ιστορία! Η οποία μπορεί να είναι μεγάλη, μικρή, διδακτική, ποιητική, ή… συγκινητική. Οι ιστορίες κρύβονται παντού. Χρειάζεται απλά να τις ξεσκονίσεις λίγο ώστε να βγουν στο φως και να παρουσιαστούν με όλη τους την ομορφιά! Πρέπει να παίξετε με λέξεις, με εικόνες, με γνωστά κλασσικά παραμύθια, με αντικείμενα καθημερινής χρήσης, με τις σκιές στον τοίχο, με υφάσματα, με παλιές κάρτες και φωτογραφίες, με μουτζούρες και με  πολλά άλλα! 
Θα πρέπει όλοι να ξέρουμε πως μπορούμε μέσα από μια ιστορία να μιλήσουμε ευκολότερα για κάποια θέματα και πως οι ιστορίες χρησιμοποιήθηκαν ανέκαθεν για να κάνουν ευκολότερη την κατανόηση δυσνόητων ζητημάτων σε όλα τα πεδία: στη φιλοσοφία, την εκπαίδευση, τη γονεϊκή διδαχή, κ.α.
Καλή μυθοπλασία λοιπόν!


Δευτέρα 16 Απριλίου 2012

Πώς κατακτώνται οι άνθρωποι...


Μόνο με παραμύθια κατακτώνται οι άνθρωποι...
Μπορείς να ζήσεις το παραμύθι, μόνο αν πιστέψεις σε αυτό...












Κυριακή 4 Μαρτίου 2012

Η κάμπια


Μια φορά και έναν καιρό ήταν μια μικρούλα κάμπια.

Κολλημένη πάνω σ’ ένα φύλλο η κάμπια κοιτούσε με ενδιαφέρον τα έντομα που τραγουδούσανε, έτρεχαν, πηδούσανε και διασκέδαζαν.
Όλα γύρω της ήταν σε κίνηση.
Μόνο αυτή η καημένη δεν μπορούσε ούτε ήχο να βγάζει, ούτε να τρέχει, ούτε να πετάει.
Με πολύ μεγάλη δυσκολία κατάφερνε μόνο να σέρνεται. Και ως που να μετακινηθεί από ένα φύλλο σε άλλο, χρειαζόταν πάρα πολύ ώρα.

Παρόλα αυτά δεν παραπονιόταν και δεν ζήλευε κανέναν.
Κατανοούσε πως ο καθένας κάνει αυτό που του ορίζει η φύση.
Γνώριζε ότι αφού ήταν κάμπια έπρεπε να υφαίνει πολύ λεπτά μεταξένια νήματα και να πλέκει με αυτά το σπιτάκι-κουκούλι της.
Χωρίς πολλές κουβέντες η κάμπια άρχισε με υπομονή και επιμέλεια να εκτελεί το έργο της και να υφαίνει, να υφαίνει, να υφαίνει… ώσπου την κατάλληλη ώρα βρισκόταν τυλιγμένη ολόκληρη μέσα σε ένα θερμό κουκούλι.

- Και μετά τι; αναρωτιότανε η μικρούλα κάμπια μέσα στο κουκούλι της, αποκομμένη από τον υπόλοιπο κόσμο.
- Όλα έχουν τη σειρά τους, άκουσε την απάντηση, να έχεις υπομονή και θα δεις.
Πέρασε ο καιρός και η υπομονετική κάμπια ξύπνησε και ανακάλυψε πως δεν ήταν πια δυσκίνητη.
Δεν ήταν καν κάμπια!

Γρήγορα και με επιδεξιότητα βγήκε από το κουκούλι.
Με έκπληξη αντιλήφθηκε πως είχε δυο ελαφρά, πολύχρωμα και φανταχτερά φτερά.
Ενθουσιασμένη κούνησε τα φτερά της με χαρά και σαν πούπουλο τινάχτηκε στον αέρα και
πέταξε στο γαλανό ουρανό.
Είχε μεταμορφωθεί!


Σάββατο 3 Μαρτίου 2012

Η Πινεζοβροχή




Πανέξυπνοι οι στίχοι του Τριβιζά με βαθύ νόημα για μικρούς και μεγάλους....

Ερμηνεία: ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΥ ΚΡΙΣΤΗ, ΓΙΑΝΝΑΤΟΥ ΣΑΒΒΙΝΑ, ΣΑΚΚΑΣ ΣΠΥΡΟΣ
Σύνθεση: ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ ΣΤΑΥΡΟΣ

Πέμπτη 1 Μαρτίου 2012

Για το παραμύθι


Πόσο παραμυθία και παρηγοριά είναι το παραμύθι!

Είναι ο κόσμος της ελευθερίας - μέσα σε μια ζωή αναγκαιότητας. Είναι η νίκη του αδύνατου που ανατρέπει τον χρόνο, την φθορά και την προγραμματισμένη μας τελική ήττα.
Πρέπει να καταγραφεί ανάμεσα στα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα: το δικαίωμα στο παραμύθι. Όχι μόνο για τα παιδιά. Κυρίως για τους ενήλικες!
(Αντ' αυτού μας προσφέρουν συνεχώς το παραμύθιασμα. Σοφή γλώσσα, πως λοιδορείς!)
Το παραμύθι είναι το πεποιημένο όνειρο. Το ελεγχόμενο όνειρο. (Πόσοι δεν θα ήθελαν να κατευθύνουν, να σκηνοθετούν τα όνειρά τους;) Το δικαίωμα στο παραμύθι είναι το δικαίωμα σε μιαν άλλη, πιο όμορφη, πιο δίκαιη τάξη του κόσμου.
Το έντεχνο παραμύθι είναι το έντεχνο όνειρο. Αποτελεί την συνέχεια του λαϊκού. Καλύπτει την ίδια ανάγκη. Μόνο που αντί για την εναλλασσόμενη (και αλληλοσυμπληρούμενη) σειρά των ανωνύμων, οι δημιουργοί του είναι μεμονωμένοι (και μοναχικοί) επώνυμοι. Που υπογράφουν τα όνειρά τους.

Για να προσεγγίσουμε το έντεχνο παραμύθι σε όλο του το εύρος, πρέπει να πάρουμε αφετηρία από το λαϊκό. Αυτό καθορίζει το "είδος", σ' αυτό παραπέμπουν ο όρος και η έννοια.

Θα αρχίσω με μερικούς απαραίτητους ορισμούς και αφορισμούς:
Το πραγματικό παραμύθι είναι το `μαγικό'. Μια φανταστική και δυναμικά αισιόδοξη αφήγηση.
Τα καθοριστικά του στοιχεία είναι:
- το υπερφυσικό, το εξωτικό, το θαυμάσιο, το μαγικό, το ονειρικό, το φανταστικό.
- η ευτυχισμένη έκβαση για όλους μέσα και έξω από την ιστορία. Στο τέλος γάμος και χαρές. Έζησαν καλά κι εμείς καλύτερα... (Σημασία έχει το τελευταίο - σαν ξόρκι για την ζωή).
- η ξεκάθαρη σύμβαση. Από την αρχή ("μια φορά κι έναν καιρό") είναι δεδομένο ότι είμαστε στον χώρο της φαντασίας. (Το μόνο είδος που νομιμοποιεί το ψέμα - αντίθεση με μύθο, παράδοση κλπ. - αλλά και με μυθιστόρημα, διήγημα, κλπ.).
- ο ρυθμός - η δομή - της αφήγησης. Επαναλήψεις, απαριθμήσεις (τριάδες, επτάδες), σαν μαγικές επικλήσεις, τραγουδιστά ξόρκια.
Το παραμύθι είναι το μόνο είδος διήγησης που νικάει τον θάνατο. Δίνει στον ακροατή του την αίσθηση πως όλα είναι δυνατά. Τα πάντα μπορεί να συμβούν. Μόνο στα παραμύθια υπάρχει το αθάνατο νερό.
Είναι μια παρηγοριά (παραμυθία) για 'τα πάθια και τους καημούς του κόσμου'. Με τον ρυθμό του, την μουσική του, τις επαναλήψεις, νανουρίζει την ψυχή.
Παλιά τα παραμύθια δεν απευθύνονταν στα παιδιά - αλλά σε όλη την κοινότητα. Αλλά και σήμερα τα περισσότερα έντεχνα παραμύθια είναι για μεγάλους. Αν δεν το συνειδητοποιήσουμε αυτό, δεν θα καταλάβουμε πόσα από τα αφηγήματα που καταναλώνουμε καθημερινά είναι παραμύθια.
Το καλό παραμύθι δεν είναι διδακτικό. Kαι μπορεί άνετα να είναι αναρχικό, τρομακτικό, άσεμνο (θυμηθείτε τις "Χίλιες και μία νύχτες") χωρίς να πάψει να είναι βαθύτατα παιδαγωγικό.
Το παραμύθι είναι πιο κοντά στο όνειρο παρά στην πραγματικότητα.
Το παραμύθι είναι τέχνη. Άρα βρίσκεται εκτός ηθικής. Ως τέχνη είναι και ανατρεπτικό. Γι αυτό και οι μεγάλοι εχθροί του παραμυθιού υπήρξαν ανέκαθεν οι ολοκληρωτικές μορφές ελέγχου του ανθρώπου: η εξουσία, η θρησκεία. Ιδιαίτερα αυτή η τελευταία, που αποτελεί το μέγιστο αντι-θανατικό παραμύθι, το ολοκληρωτικό, απολυταρχικό και ηθικολογικό, πολέμησε ανελέητα το ποιητικό και μαγικό. Το ευνούχισε και το εξόρισε στο δωμάτιο των παιδιών. Το παραμύθι έγινε πολύ γρήγορα το πιο λογοκριμένο λογοτεχνικό είδος. Οι πρώτοι που το λογόκριναν ήταν οι ίδιοι του οι συλλέκτες.
Δεν υπάρχει εντελώς αυθεντικό λαϊκό παραμύθι. Ο προφορικός λόγος είναι σαν το πρωτόπλασμα - αναλύεται μόνο νεκρός. Ήδη η επιλογή και καταγραφή του τον περνάει μέσα από το φίλτρο ενός συνειδητού ακροατή. Ο άμεσος προφορικός λόγος ποτέ δεν λειτουργεί ως γραπτός - αν δεν ξαναγραφτεί για να υποκρίνεται τον προφορικό (που διαβάζεται). Το ταλέντο του σωστού συλλέκτη είναι να το ξαναφέρει - έντεχνα - στην αφελή του μορφή. Οι αδελφοί Grimm έκαναν rewriting - για να μην αναφέρουμε τον Charles Perrault. Με αυτή την στενή έννοια, όλα τα παραμύθια είναι έντεχνα.

Το λαϊκό παραμύθι είναι η τέλεια μορφή του αποτελεσματικού λόγου. Η επάλληλη δημιουργία το έχει εμπλουτίσει και φιλτράρει. Παραμένουν μόνο τα ενεργά στοιχεία, τα απόλυτα απαραίτητα. Με δύο φράσεις λέει τα πάντα. Η επανάληψη το έχει λειάνει σαν βότσαλο. Ούτε μια περιττή λέξη.
Γι αυτό και το παραμύθι είναι η δυσκολότερη μορφή του γραπτού λόγου. Πιο εύκολο να μιμηθεί κανείς τον Σαίξπηρ. Η αυθόρμητη αφέλεια του παραμυθιού δεν έχει καμία σχέση με την άνοια του πεποιημένου δήθεν παιδικού μπλα-μπλα. (Αυτό για μερικές κυρίες που κάθε χρόνο γεννάνε πεντ’έξι παραμυθάκια - και τους εκδότες που έχουν στήσει βιομηχανίες "παραμυθιών". Σωρός τα σκουπίδια).
Καλό παραμύθι (όπως και καλή παιδική λογοτεχνία) είναι αυτό που αρέσει στους μεγάλους. Αν δεν γοητεύει εσάς, μην τολμήσετε να το δώσετε στο παιδί σας. Είναι σαφώς πιο απαιτητικός αναγνώστης. (Έτσι κι αλλιώς η διάκριση - ρατσιστική - `μεγάλοι-παιδιά' είναι πρόσφατη επινόηση).
Το λαϊκό παραμύθι ήταν έργο συλλογικό. Το έντεχνο παραμύθι είναι έργο μοναχικό. Ενός ονειροπόλου.
Για να καθορίσουμε τι ονομάζουμε έντεχνο παραμύθι, πρέπει να επιχειρήσουμε μερικά κριτήρια.
Α. Κριτήριο στενό - της μορφής. Σύμφωνα με αυτό, έντεχνο παραμύθι είναι όποιο κείμενο έχει την δομή, το ύφος και το περιεχόμενο του λαϊκού παραμυθιού - με την μόνη διαφορά πως έχει γραφτεί από επώνυμο συγγραφέα. Μιλάμε για μίμηση του αυθεντικού είδους.
Β. Κριτήριο ευρύ - της λειτουργίας. Σύμφωνα με αυτό, παραμύθι είναι όποιο κείμενο παίζει σήμερα τον ρόλο (ψυχαγωγικό, λυτρωτικό, κοινωνικό), που έπαιζε στην εποχή του το λαϊκό παραμύθι. Με αυτό το κριτήριο παραμύθια είναι σήμερα όλα τα αφηγήματα που φιλοξενούν το θαύμα και πολεμούν τον θάνατο. Εδώ μιλάμε για υποκατάστατο του αυθεντικού είδους. Από τις δέκα περιπτώσεις που θα παρουσιάσω παρακάτω, μόνον η πρώτες τρεις θα ήταν παραμύθια με την στενή έννοια - όλες οι άλλες αντιστοιχούν στην δεύτερη - την υποκατάσταση της λειτουργίας.
1. Μίμηση του λαϊκού παραμυθιού (Γερμανοί ρoμαντικοί, Tieck, Novalis, E.T.A. Hoffmann, και Hans Andersen. Σε πιο μοντέρνα μορφή Gianni Rodari, Roald Dahl).
2. Ποιητικό (λαϊκοφανές) παραμύθι (Οscar Wilde, Lafcadio Hearn, St. Exupery). Εδώ μπορεί να προστεθεί και το εξωτικό παραμύθι (Kipling και πάλι Hearn).
3. Yπερρεαλιστικό (ενίοτε και σατιρικό) παραμύθι (Lewis Carrol).
4. Φιλοσοφικό - αλληγορικό παραμύθι (Voltaire). Tο είδος αυτό ρέπει και προς το διδακτικό (Πηνελόπη Δέλτα) ή το πολιτικό (George Orwell).
5. Βιομηχανοποιημένο παραμύθι για μαζική κατανάλωση - σε μεγάλο ποσοστό κακής ποιότητας, συνήθως διδακτικό, ηθικοπλαστικό, ψευτοοικολογικό.
6. Φανταστικό διήγημα - όπου το φαντασιακό μπαίνει μέσα στην καθημερινότητα. (Poe, Kafka, Βorges, Calvino, Marques).
7. Φανταστικοί κόσμοι - όπου οικοδομείται μια άλλη καθημερινότητα (J.R. Tolkien, Mervyn Peake - και, σε λιγότερο απαιτητική μορφή - Michael Ende)
8. Eπιστημονική Φαντασία (Mary Shelley, Jules Verne, H.G. Wells, Asimov, Heinlein, Clarke, Herbert, Le Guin αλλά και τα τηλεοπτικά και κινηματογραφικά ανάλογα, π.χ. Star Trek).
9. Ηρωϊκή περιπέτεια με παντοδύναμους ημίθεους (Superman, Batman, Zorro, Ταρζάν - αλλά και Terminator, Rambo κλπ).
10. `Μυθικό' παραμύθι με τους σύγχρονους μυθικούς-συμβολικούς ήρωες (από τον Ροβινσώνα Κρούσο μέχρι τον Μόντε Kρίστο - ίσως όμως και τον Φάουστ και τον Δον Ζουάν). Από τα είδη αυτά, το 6. (φανταστικό διήγημα) και το 10 (μυθικό αφήγημα) συνήθως δεν τελειώνουν με το: "έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα". Όσα όμως είναι αισιόδοξα, μαζί με τις υπόλοιπες οκτώ κατηγορίες, μπορoύν να θεωρηθούν προεκτάσεις ή υποκατάστατα του κλασικού μαγικού παραμυθιού.
Φυσικά δεν υπάρχουν στεγανά ανάμεσα στα είδη. Ένα παραμύθι μπορεί να είναι μαζί ποιητικό και φιλοσοφικό (Μικρός Πρίγκηπας). Το μόνο από τα κλασικά είδη λαϊκού παραμυθιού που δεν βρήκε συνέχεια, είναι το ερωτικό (Χαλιμά). Ένα σημείο που θα έπρεπε να προβληματίσει τους ψυχοψάχτες. Πόσο σχετίζεται με την εξορία του παραμυθιού στον παιδικό χώρο;

Το παραμύθι σε παρακμή; Ήδη από αυτά που απαρίθμησα η απάντηση είναι όχι. Σκεφθείτε ακόμα πόσες μορφές παίρνει σήμερα το έντεχνο παραμύθι:
1. Προφορικός Λόγος, ζωντανός. Υπάρχει σημαντική αναβίωση. Οι παραμυθάδες είναι εκατοντάδες στην Ευρώπη και αυξάνονται ταχύτατα.
2. Προφορικός λόγος `κονσέρβα' (δίσκοι, κασέτες, ραδιοφωνική μετάδοση).
3. Γραπτός λόγος (βιβλίο, συνήθως εικονογραφημένο).
4. Kόμικς (ή `εικονογραφοαφηγήματα' κατά τον ειδικό )
5. Δραματοποιημένη οπτικοακουστική μορφή. Ζωντανή (θέατρο) ή `κονσέρβα' (video, DVD, τηλεόραση, κινηματογράφος - με ηθοποιούς, ή κινούμενα σχέδια ή και τα δύο μαζί).
Υπάρχει κανείς που να αμφισβητεί ότι το παραμύθι ζει και βασιλεύει ακόμα και στην (δήθεν) αντιποιητική εποχή των υπολογιστών; Αφού και αυτούς τους έχει κατακτήσει. Τι άλλο είναι τα περισσότερα video games από παραμυθοπαίχνιδα!
Ζει, λοιπόν, αυτό καλά - κι εμείς (μαζί του) καλύτερα. Τέλος του παραμυθιού, καληνύχτα σας.

Νίκος Δήμου- Συγγραφέας

Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2012

Καληνύχτα με παραμύθι...



«Τα παραμύθια δεν είναι για να αποκοιμίζουν τα παιδιά,
αλλά για να αφυπνίζουν τους μεγάλους»

Λίλη Λαμπρέλλη
«Λόγος Εύθραυστος κι Αθάνατος»

Το δέντρο που έδινε

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια μηλιά... και αγαπούσε ένα αγοράκι.
Και κάθε μέρα το αγοράκι πήγαινε και μάζευε τα φύλλα της και τα έπλεκε στεφάνι κι έπαιζε το βασιλιά του δάσους.
Σκαρφάλωνε στον κορμό της κι έκανε κούνια στα κλαδιά της κι έτρωγε μήλα. Παίζανε και κρυφτό.
Κι όταν το αγόρι κουραζόταν, αποκοιμιόταν στον ίσκιο της.
Και το αγόρι αγαπούσε τη μηλιά... πάρα πολύ.
Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη.
Μα πέρασαν τα χρόνια. Και το αγόρι μεγάλωσε. Και πολλές φορές η μηλιά έμενε μοναχή.
Τότε μια μέρα το αγόρι πήγε στη μηλιά κι η μηλιά είπε:
«Έλα αγόρι, έλα να σκαρφαλώσεις στον κορμό μου και να κάνεις κούνια στα κλαδιά μου, να φας μήλα και να παίξεις στον ίσκιο μου αποκάτω και να ‘σαι ευτυχισμένο».
«Είμαι μεγάλος πια για να σκαρφαλώνω και να παίζω», είπε το αγόρι. «Θέλω ν’ αγοράσω πράγματα και να καλοπεράσω. Θέλω λεφτά. Μπορείς να μου δώσεις λεφτά;»
«Λυπάμαι», είπε η μηλιά, «μα έχω εγώ δεν έχω λεφτά. Έχω μονάχα φύλλα και μήλα. Πάρε τα μήλα μου, Αγόρι, και πούλησέ τα στην πόλη. Έτσι θα ‘χεις λεφτά και θα ‘σαι ευτυχισμένο».
Και τότε το αγόρι σκαρφάλωσε στη μηλιά, μάζεψε τα μήλα της και τα πήρε μαζί του.
Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη.
Μα το αγόρι έκανε πολύ καιρό να ξαναφανεί... και η μηλιά ήταν λυπημένη.
Ώσπου μια μέρα το αγόρι ξαναγύρισε κι η μηλιά τρεμούλιασε απ’ τη χαρά της κι είπε:
«Έλα αγόρι, έλα να σκαρφαλώσεις στον κορμό μου και να κάνεις κούνια στα κλαδιά μου και να ‘σαι ευτυχισμένο».
«Δεν έχω πια χρόνο να σκαρφαλώνω», είπε το αγόρι. «Θέλω ένα σπίτι που να δίνει ζεστασιά», είπε. «Θέλω γυναίκα και παιδιά, και γι’αυτό χρειάζομαι ένα σπίτι. «Μπορείς να μου δώσεις ένα σπίτι;»
«Εγώ δεν έχω σπίτι», είπε η μηλιά. «Σπίτι μου είναι το δάσος, μα μπορείς να κόψεις τα κλαδιά μου και να χτίσεις ένα σπίτι. Τότε θα ‘σαι ευτυχισμένο».
Κι έτσι το αγόρι έκοψε τα κλαδιά της και τα πήρε μαζί του για να χτίσει το σπίτι του.
Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη.
Μα το αγόρι έκανε πολύ καιρό να ξαναφανεί. Κι όταν γύρισε η μηλιά ήταν τόσο ευτυχισμένη που ούτε να μιλήσει καλά-καλά δεν μπορούσε.
«Έλα, Αγόρι», ψιθύρισε, «έλα να παίξεις»
«Είμαι πια πολύ γέρος και πολύ λυπημένος για να παίζω είπε το αγόρι. «Θέλω μια βάρκα να με πάρει μακριά. Μπορείς να μου δώσεις μια βάρκα;»
«Κόψε τον κορμό μου και φτιάξε μια βάρκα», είπε η μηλιά. «Έτσι θα μπορέσεις να φύγεις μακριά...και να ‘σαι ευτυχισμένο».
Και τότε το αγόρι έκοψε τον κορμό της έφτιαξε μια βάρκα κι έφυγε μακριά.
Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη... μα όχι πραγματικά.
Κι ύστερα από πολύ καιρό το αγόρι ξαναγύρισε.
«Λυπάμαι, Αγόρι», είπε η μηλιά, «μα δε μου απόμεινε τίποτα πια για να σου δώσω... Δεν έχω μήλα».
«Τα δόντια μου δεν είναι πια για μήλα», είπε το αγόρι.
«Δεν έχω κλαδιά», είπε η μηλιά. «Δεν μπορείς να κάνεις κούνια...»
«Είμαι πολύ γέρος πια για να κάνω κούνια», είπε το αγόρι.
«Δεν έχω κορμό», είπε η μηλιά. «Δεν μπορείς να σκαρφαλώσεις...»
«Είμαι πολύ κουρασμένος πια για να σκαρφαλώνω», είπε το αγόρι.
«Λυπάμαι», αναστέναξε η μηλιά. «Μακάρι να μπορούσα να σου δώσω κάτι... μα δε μου απόμεινε τίποτα πια. Δεν είμαι παρά ένα γέρικο κούτσουρο. Λυπάμαι...»
«Δε θέλω και πολλά τώρα πια», είπε το αγόρι, «μονάχα ένα ήσυχο μέρος να κάτσω και να ξαποστάσω. Είμαι πολύ κουρασμένος».
«Τότε», είπε η μηλιά, κι ίσιωσε τον κορμό της, «τότε, ένα γέρικο κούτσουρο είναι ό,τι πρέπει να κάτσεις και να ξαποστάσεις. Έλα, Αγόρι, κάτσε. Κάτσε και ξεκουράσου».
Και το αγόρι έκατσε και ξεκουράστηκε.
Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη.



The Giving Tree- Shel Silverstein
Μετάφραση: ΧΑΪΔΩ ΣΚΑΠΕΤΖΗ


Shel Silverstein


Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2012

Πού βρίσκεται η αστερόσκονη;



Ανοίξτε την πόρτα στο δικό σας παραμύθι και μη φοβάστε τα κύματα.

Ψάξτε την αστερόσκονη στη δική σας ζωή!
Αλλά μην κοιτάτε ψηλά.
Η αστερόσκονη δεν είναι ουρανοκατέβατη.
Κοιτάξτε δίπλα σας!