Σάββατο 23 Ιουνίου 2012

Το νόημα πίσω από την "Κοκκινοσκουφίτσα"


Το παραμύθι υποδηλώνει ότι το να εμπιστευόμαστε οποιονδήποτε είναι σα να αφηνόμαστε να πέσουμε σε παγίδες. Όσο ελκυστική και αν είναι η αθωότητα, είναι επικίνδυνο για κάποιον να παραμείνει αφελής σε όλη του τη ζωή.
Εκτός από την πρώτη εμφανή προειδοποίηση του να μη συζητάμε με ξένους και να μην τους εμπιστευόμαστε, υπάρχουν πολλές άλλες εκδοχές του κλασικού παραμυθιού.


Λαογράφοι και ανθρωπολόγοι, όπως οι P. Saintyves και Edward Burnett Tylor είδαν την κόκκινη κουκούλα της ως τον λαμπερό ήλιο που τελικά απορροφήθηκε από το τρομερό βράδυ (ο λύκος), και οι εκδοχές που κόβεται η κοιλιά του λύκου και βγαίνει έξω η κοκκινοσκουφίτσα αντιπροσωπεύουν την αυγή. Εναλλακτικά, η ιστορία θα μπορούσε να είναι για την εποχή της άνοιξης, ή το μήνα Μάιο και την διαφυγή του από τον χειμώνα.
Από ανθρωπολογικής άποψης η ιστορία έχει ερμηνευθεί ως μια τελετουργία στην εφηβεία. Το κορίτσι, φεύγει από το σπίτι, μπαίνει σε μια ενδιάμεση κατάσταση και περνώντας μέσα από την ιστορία, μετατρέπεται σε μια ενήλικη γυναίκα με την συμβολική πράξη της εξόδου από την κοιλιά του λύκου.
Ο Bruno Bettelheim, στο "The Uses of Enchantment" είδε την κοκκινοσκουφίτσα από την άποψη της κλασικής φροϋδικής ανάλυσης, που δείχνει το πως τα παραμύθια διαπαιδαγωγούν, υποστηρίζουν και απελευθερώνουν τα συναισθήματα των παιδιών. Το μοτίβο του κυνηγού που κόβει την κοιλιά του λύκου ερμηνεύεται ως μια "αναγέννηση". Το κορίτσι που ανόητα άκουσε τον λύκο έχει ξαναγεννηθεί ως ένα νέο πρόσωπο. Η αλλαγή είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης φύσης, με το οποίο τα παιδιά πρέπει να έρθουν σε επαφή από νωρίς.
Η κοκκινοσκουφίτσα έχει επίσης θεωρηθεί ως παραβολή της σεξουαλικής ωρίμανσης. Σε αυτή την ερμηνεία, ο κόκκινος μανδύας συμβολίζει το αίμα της εμμήνου ρύσεως. Ο μανδύας θα μπορούσε επίσης να συμβολίσει την αγνότητα της έφηβης κοπέλας (σε παλαιότερες εκδόσεις της ιστορίας γενικά δεν αναφέρεται ότι ο μανδύας είναι κόκκινος). Στην περίπτωση αυτή, ο λύκος απειλεί την αγνότητα του κοριτσιού. Συμβολίζει έναν άνθρωπο, ο οποίος θα μπορούσε να είναι ένας εραστής, γόης ή κακοποιός. Αυτό διαφέρει από την ανθρωπολογική εξήγηση (τελετουργία) στο ότι η είσοδος στην ενήλικη ζωή προσδιορίζεται βιολογικά και όχι κοινωνικά.


Παρασκευή 22 Ιουνίου 2012

Η Κοκκινοσκουφίτσα (κατά αδελφούς Grimm)


Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα μικρό κοριτσάκι, που και μόνο που το έβλεπες, έφτανε για να το αγαπήσεις. Περισσότερο από όλους το αγαπούσε η γιαγιά του, που συνεχώς έκανε δώρα στην μικρή της εγγονή. Μια μέρα της χάρισε ένα σκούφο από κόκκινο ύφασμα. Τόσο πολύ άρεσε στο κορίτσι ο κόκκινος σκούφος που δεν ήθελε ποτέ πια να τον αποχωριστεί. Έτσι όλοι την αποκαλούσαν «η κοκκινοσκουφίτσα».
Μια μέρα η μητέρα της λέει: «Κοκκινοσκουφίτσα, πάρε ένα κομμάτι γλυκό και ένα μπουκάλι κρασί και πήγαινέ τα στη γιαγιά σου για να δυναμώσει που είναι άρρωστη και αδύναμη. Να προσέχεις στο δρόμο, γιατί αλλιώς θα πέσεις και θα σπάσεις τα πράγματα και δεν θα μείνει τίποτε για την γιαγιά σου».
«Εντάξει θα κάνω ότι μου είπες» υποσχέθηκε η κοκκινοσκουφίτσα. 
Η γιαγιά ζούσε στο δάσος μισή ώρα μακριά από το χωριό. Καθώς λοιπόν μπήκε στο δάσος την συνάντησε ο λύκος. Η κοκκινοσκουφίτσα όμως δεν ήξερε ότι ο λύκος είναι κακό ζώο και έτσι δεν τον φοβήθηκε.
-Καλημέρα κοκκινοσκουφίτσα. Είπε ο λύκος
-Καλημέρα λύκε. Απάντησε το κοριτσάκι
-Για πού το έβαλες πρωί-πρωί;
-Πηγαίνω στη γιαγιά μου.
-Και τι κουβαλάς στη ποδιά σου;
-Γλυκό και κρασί για την άρρωστη γιαγιά μου. Εχθές φτιάξαμε το γλυκό για να το φάει η γιαγιά και να δυναμώσει.

-Κοκκινοσκουφίτσα που μένει η γιαγιά σου;
-Μέσα στο δάσος. Το σπίτι της είναι κάτω από τρεις βελανιδιές μέσα στα φυστικόδεντρα. Θα πρέπει να το ξέρεις.
Ο λύκος σκέφτηκε ότι η κοκκινοσκουφίτσα θα ήταν ένας καταπληκτικός μεζές και αναρωτιόταν τι θα έπρεπε να κάνει ώστε να τον αποκτήσει. Για λίγο ακόμη περπάτησε στο πλάι της κοκκινοσκουφίτσας και μετά άρχισε να της λέει: «Κοκκινοσκουφίτσα, κοίταξε τι ωραία λουλούδια που υπάρχουν στο δάσος. Μα γιατί δεν τα κοιτάς. Έχω την εντύπωση ότι ούτε καν ακούς το όμορφο κελάηδημα των πουλιών! Εσύ περπατάς σαν να είσαι στο δρόμο για το σχολείο, ενώ είναι τόσο όμορφα στο δάσος».
Η κοκκινοσκουφίτσα σήκωσε τότε τα μάτια της και είδε τις αχτίδες του ήλιου να περνάνε ανάμεσα στα δέντρα. Το δάσος ήταν γεμάτο λουλούδια και έτσι είπε να φτιάξει μια ανθοδέσμη για τη γιαγιά της. «Ακόμη νωρίς είναι» σκέφτηκε «έχω αρκετή ώρα για να φτάσω έγκαιρα στη γιαγιά». Έτσι μπήκε χορεύοντας στο δάσος και άρχισε να διαλέγει λουλούδια. Μόλις μάζευε ένα λουλούδι αμέσως έβρισκε ένα άλλο ομορφότερο και η κοκκινοσκουφίτσα ξεμάκραινε ολοένα και περισσότερο από τον δρόμο της και έμπαινε βαθύτερα στο δάσος.
Ο λύκος όμως προχώρησε χωρίς να καθυστερήσει απευθείας στο σπίτι της γιαγιάς και χτύπησε την πόρτα.

-Ποιος είναι; Ρώτησε η γιαγιά
-Η κοκκινοσκουφίτσα απάντησε ο λύκος. Σου φέρνω γλυκό και κρασί. Άνοιξε μου.
-Άνοιξε την πόρτα δεν έχω κλειδώσει, απάντησε η γιαγιά. Είμαι πολύ αδύναμη για να σηκωθώ.
Ο κακός ο λύκος άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα χωρίς να πει κουβέντα. Κατευθύνθηκε στο κρεβάτι της γιαγιάς και την κατάπιε. Μετά πήρε τα ρούχα της και τα φόρεσε. Έβαλε και το καπέλο του ύπνου της γιαγιάς και ξάπλωσε ενώ προηγουμένως τράβηξε της κουρτίνες.
Η κοκκινοσκουφίτσα έτρεχε στο δάσος ψάχνοντας για λουλούδια, και όταν βρήκε τόσα ώστε να μη μπορεί να κουβαλήσει περισσότερα, θυμήθηκε την γιαγιά της και ξεκίνησε να πάει να την επισκεφτεί. Καθώς έφτασε βρήκε την πόρτα ανοιχτή πράγμα ασυνήθιστο. Μόλις μπήκε στο δωμάτιο αισθάνθηκε πολύ άβολα και σκέφτηκε «γιατί άραγε είμαι τόσο φοβισμένη σήμερα, αφού συνήθως έρχομαι στη γιαγιά με μεγάλη ευχαρίστηση».
Μετά από αυτό πήγε προς το κρεβάτι και άνοιξε τις κουρτίνες. Στο κρεβάτι είδε ξαπλωμένη την γιαγιά με κατεβασμένο το καπέλο του ύπνου βαθιά μέσα στο πρόσωπο, ενώ το παρουσιαστικό της ξάφνιαζε την κοκκινοσκουφίτσα.

-Γιαγιά, γιατί έχεις τόσο μεγάλα αυτιά;
-Για να σε ακούω καλύτερα!
-Γιαγιά, γιατί έχεις τόσο μεγάλα μάτια;
-Για να σε βλέπω καλύτερα!
-Γιαγιά, γιατί έχει τόσο μεγάλα χέρια;
-Για να σε πιάνω καλύτερα!
-Αλλά γιαγιά, τι μεγάλο και τρομακτικό στόμα που έχεις;
-Για να σε φάω καλύτερα!
Και αμέσως πετάχτηκε από το κρεβάτι και όρμησε πάνω στην κοκκινοσκουφίτσα και την κατάπιε. Μετά ξάπλωσε στο κρεβάτι και αποκοιμήθηκε ροχαλίζοντας πολύ δυνατά.
Τυχαία έξω από το σπιτάκι της γιαγιάς περνούσε ο κυνηγός, που ακούγοντας το ροχαλητό ξαφνιάστηκε. «Δεν είναι φυσικό γριά γυναίκα να ροχαλίζει έτσι» σκέφτηκε και μπήκε στο σπιτάκι για να δει αν χρειάζεται κάτι η γιαγιά. Μόλις μπήκε στο δωμάτιο, πλησίασε το κρεβάτι και το λύκο που έψαχνε εδώ και καιρό ξαπλωμένο. Αμέσως άρπαξε το όπλο του, αλλά σκέφτηκε ότι ο λύκος μπορεί να έφαγε την γιαγιά και ίσως προλάβαινε ακόμη να την σώσει. Έτσι δεν πυροβόλησε αλλά πήρε το ψαλίδι και έκοψε την κοιλιά του λύκου που κοιμόταν. Μόλις άρχισε να κόβει μερικές φορές με το ψαλίδι, είδε να λάμπει η κοκκινοσκουφίτσα και μόλις έκοψε λίγο ακόμη πετάχτηκε το κοριτσάκι μέσα από την κοιλιά του λύκου.
-Αχ πόσο φοβήθηκα, ήταν τόσο σκοτεινά μέσα στην κοιλιά του λύκου.
Αμέσως μετά βγήκε και η γιαγιά ζωντανή μέσα από την κοιλιά. Η κοκκινοσκουφίτσα έτρεξε και έφερε πέτρες και με τις πέτρες γέμισαν την κοιλιά του λύκου. Μόλις  ξύπνησε ο λύκος ήθελε να το σκάσει, αλλά οι πέτρες ήταν τόσο βαριές που έπεσε κάτω και πέθανε.
Μετά από αυτό όλοι ήταν ικανοποιημένοι. Ο κυνηγός πήρε το τομάρι του λύκου, η γιαγιά έφαγε το γλυκό και ήπιε το κρασί που έφερε η κοκκινοσκουφίτσα και η κοκκινοσκουφίτσα σκεφτότανε ότι όσο ζούσε δεν θα άφηνε ξανά τον δρόμο της για να μπει στο δάσος, ειδικά όταν της το έχει απαγορεύσει η μαμά της.

Επίσης λένε ότι μια άλλη φορά που η κοκκινοσκουφίτσα πήγαινε γλυκά στη γιαγιά της, ένας άλλος λύκος της μίλησε και προσπάθησε να την οδηγήσει μακριά από τον δρόμο της. Η κοκκινοσκουφίτσα όμως προφυλάχθηκε και πήγε απευθείας στο σπίτι της γιαγιάς. Όταν έφτασε στη γιαγιά της, της είπε ότι συνάντησε τον κακό λύκο και ότι της είπε καλημέρα, αλλά την κοίταξε με τέτοια κακία στα μάτια «που αν δεν ήταν καταμεσής στο δρόμο  θα με είχε φάει».
«Έλα» είπε η γιαγιά «ας κλειδώσουμε την πόρτα για να μη μπορεί να μπει». Μετά από λίγο ήρθε ο λύκος και χτύπησε την πόρτα «έλα γιαγιά άνοιξε, είμαι η κοκκινοσκουφίτσα και σου φέρνω γλυκά». Αλλά η γιαγιά και η εγγονή δεν αποκρίθηκαν και έκαναν ησυχία σαν να μην ήταν κανείς στο σπίτι. Ο κακός λύκος γυρνούσε γύρω-γύρω από το σπίτι για να δει τι συμβαίνει. Σαν είδε και απόειδε ότι κανείς δεν αποκρινόταν, ανέβηκε στη σκεπή του σπιτιού για να περιμένει.
Αλλά η γιαγιά κατάλαβε το σχέδιο του λύκου και είπε στην κοκκινοσκουφίτσα: «φέρε έναν κουβά, πάρε το νερό στο οποίο έβρασα εχθές τα λουκάνικα και ρίξε το στο πηγάδι». Η κοκκινοσκουφίτσα γέμισε το πηγάδι με το νερό από τα λουκάνικα. Τότε η μυρωδιά έφτασε μέχρι την σκεπή και ο λύκος άπλωνε το κεφάλι του για να δει τι μυρίζει τόσο ωραία. Κάποια στιγμή άπλωσε τόσο πολύ το κεφάλι του που έχασε την ισορροπία του, γλίστρησε από την σκεπή, έπεσε στο πηγάδι και πνίγηκε. Έτσι η κοκκινοσκουφίτσα επέστρεψε χαρούμενη στο σπίτι της και κανείς δεν της έκανε κακό.




Πέμπτη 7 Ιουνίου 2012

Το ηλιοτρόπιο - Ευγένιος Τριβιζάς


Ήταν κάποτε ένα λιβάδι γεμάτο ηλιοτρόπια. Και όλα αυτά τα ηλιοτρόπια κοιτούσαν ολημερίς με θαυμασμό τον ήλιο. Όταν ο ήλιος ήταν από εκεί, γύριζαν από εκεί. Όταν ο ήλιος ήταν από εδώ, γυρνούσαν από εδώ. Εκτός από ένα. Ένα μόνο ηλιοτρόπιο απ` όλα τα ηλιοτρόπια του κάμπου δεν κοίταζε τον ήλιο. Όταν ο ήλιος ήταν από εδώ, το ηλιοτρόπιο αυτό, κοιτούσε από εκεί. Όταν ο ήλιος ήταν από εκεί το ηλιοτρόπιο κοιτούσε από εδώ.
- «Μα γιατί δεν κοιτάς κι εσύ τον ήλιο τον ακριβοθώρητο, όπως εμείς;», ρωτούσαν τα άλλα ηλιοτρόπια απορημένα.
- «Και γιατί να τον κοιτώ;»
- «Επειδή είναι χρυσός, επειδή λάμπει κι ανασαίνει φως.»
- «Ε και λοιπόν; Χαρά στο πράγμα Ανασαίνει φως και κάτι έγινε.»
- «Τι θες να πεις, δεν σ` αρέσει δηλαδή;»
- «Καλός είναι, δεν λέω. Αλλά όχι και να τον θαυμάζει κανείς από το πρωί ίσα με το βράδυ. Αλήθεια δεν μπορώ να καταλάβω τι του βρίσκετε και τον κοιτάτε σαν χαζά μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει.»
«Δεν είναι στα καλά του», σκεφτόταν τα άλλα ηλιοτρόπια. «Ακούς εκεί να μη θέλει να κοιτάζει τον ήλιο».
Και περνούσαν οι μέρες, και όλα τα ηλιοτρόπια κοιτούσαν τον ήλιο εκτός από εκείνο το ηλιοτρόπιο το ένα που κοιτούσε πάντα από την αντίθετη πλευρά.
- «Δε μου λες, γιατί δε με κοιτάς;», το ρωτάει μια μέρα ο ήλιος.
- «Άσε με ήσυχο.», είπε το ηλιοτρόπιο
- «Πες μου, γιατί δεν με κοιτάς;», ξαναρωτάει ο ήλιος.
- «Θέλεις αλήθεια να σου πω;»
- «Ναι»
- «Επειδή θέλω να βγαίνεις μόνο για μένα, μόνο για μένα να γελάς, να λάμπεις μόνο για μένα, εμένα μόνο να ζεσταίνεις, είπε το ηλιοτρόπιο. Αν έβγαινες μόνο για μένα τότε ναι, θα σε κοιτούσα.»
- «Μα δε γίνεται αυτό», αποκρίθηκε ο ήλιος. «Δεν γίνεται να βγαίνω μόνο για σένα, να γελάω μόνο για σένα, εσένα μόνο να ζεσταίνω, δε γίνεται.»
- «Τότε κι εγώ δε θα σε κοιτάω.»
- «Μα πρέπει μικρό ηλιοτρόπιο. Θα μαραθείς αν δε με κοιτάς;»
- «Και τι σε νοιάζει εσένα αν μαραθώ; Παράτα με», είπε το ηλιοτρόπιο.
Δεν μίλησε ο ήλιος και το ηλιοτρόπιο κοιτούσε με πείσμα από την άλλη την μεριά.
Και περνούσαν οι μέρες και άρχισε να χλομιάζει το ηλιοτρόπιο.
«Είδατε;» Ψιθύριζαν τα άλλα ηλιοτρόπια μεταξύ τους. «Δεν κοιτάζει τον ήλιο και ορίστε, ιδού τα αποτελέσματα. Δεν το βλέπω καθόλου καλά. Να μου το θυμηθείτε, έτσι όπως πάει, αργά ή γρήγορα θα μαραθεί».
Είχε δίκιο. Κάθε μέρα που περνούσε το ηλιοτρόπιο γινόταν όλο και πιο χλωμό. Ο μίσχος, τα πέταλα του μαραίνονταν, αλλά ούτε που γυρνούσε να κοιτάξει τον βασιλιά ήλιο. Παραξενεμένα τα άλλα ηλιοτρόπιο το άκουγαν να μιλάει μόνο του: «Φύγε, έλεγε δεν θέλω να σε βλέπω, φύγε.»
Ώσπου ένα βράδυ, το τελευταίο εκείνο βράδυ, όταν όλα τα άλλα ηλιοτρόπια είχαν αποκοιμηθεί, μέσα στη νύχτα, μέσα στη σιωπή, πρόβαλε ο ήλιος. Πρώτη φορά έβγαινε το βράδυ. Δεν είχε ξαναγίνει κάτι τέτοιο. Βγήκε και έδιωξε το σκοτάδι και πλημμύρισε με ένα χρυσαφένιο φως, μαγευτικό φως, το όνειρο του.
- «Ήρθες;», είπε το ηλιοτρόπιο.
- «Ήρθα», είπε ο ήλιος.
- «Μόνο για μένα;»
- «Μόνο για σένα», αποκρίθηκε ο ήλιος, «έλα».
Ένιωσε ανάλαφρο το ηλιοτρόπιο. Τόσο ανάλαφρο σαν να μη το έδενε η ρίζα του στο χώμα. Λες κι έγιναν φτερά τα φύλα του αφέθηκε να ανεβαίνει. Κι ανέβαινε, όλο ανέβαινε. Ήταν τόσο μαγευτικός ο ουρανός, τόσο φωτεινός, δε γίνεται πιο φωτεινός, κι έφτασε κοντά στον ήλιο. Κι από εκεί ψηλά, είδε όλες τις θάλασσες κι όλα τα λιβάδια, είδε λίμνες είδε λειμώνες είδε δάση είδε ροδώνες και χώρες μαγικές και κόρφους μυστικούς και νησιά που ταξίδευαν στο κύμα, και πράσινα ποτάμια που στραυτάριζαν κι ολόλευκα πουλιά πάνω από τα βουνά τα ασημένια.
- «Έλα κοντά μου», είπε ο ήλιος.
Το ηλιοτρόπιο πήγε κοντά.
- «Πιο κοντά», είπε ο ήλιος.
Το ηλιοτρόπιο πήγε πιο κοντά.
- «Κοίτα με», είπε ο ήλιος, «κοίτα με ηλιοτρόπιο».
Το ηλιοτρόπιο τον κοίταξε. «Εσένα μόνο», είπε ο ήλιος και το άγγιξε με την ανάσα του.
Κι ένιωσε την ανάσα εκείνη να το καίει σαν πυρετός, σα φλόγα να το αγκαλιάζει, σαν αστραπή θαμπωτική να το πονά κι ήταν όλα ένα χρυσάφι μέσα του ολόγυρά του. Φλόγα θαμπωτική ο ουρανός απ' άκρη σ' άκρη. Κι ένιωσε τα φυλλοκάρδια του να ανοίγουν, να γλιστράν, να σκορπάν, τα σπόρια του να πέφτουν δάκρυα και βροχή στις θάλασσες του κόσμου κι όπως άγγιζαν τον αφρό όπως άγγιζαν το κύμα σπίθες χρυσές να αναπηδούν, μυριάδες ηλιοτρόπια να βλασταίνουν στη στιγμή, κύματα κι άλλα κύματα από ηλιοτρόπια χρυσά, ήλιοι λουλουδένιοι, που στραφτάλιζαν ολούθε ονειρικά, θάλασσες απέραντες, χωρίς αρχή και τέλος.
Είχε συννεφιά το άλλο πρωί. Δεν βγήκε την μέρα εκείνη ο ήλιος. Κατασκότεινος ο ουρανός, λες και ήταν βουρκωμένος. Το ηλιοτρόπιο έγερνε στον μίσχο του ξερό, καψαλισμένο, δίχως δροσιά, χωρίς πνοή, ανάμεσα στα δροσάτα ηλιοτρόπια του κάμπου.
- «Τα 'θελε και τα 'πάθε», είπε ένα ηλιοτρόπιο.
- «Πήγαινε γυρεύοντας», είπε ένα άλλο.
Έτσι είπαν. Έτσι είπαν και το λυπήθηκαν. Το λυπήθηκαν επειδή κανένα τους δε μάντεψε πόσο μεγάλη ήταν η αγάπη του. Κανένας δεν έμαθε ποτέ το τελευταίο όνειρό του.


Τρίτη 5 Ιουνίου 2012

Φτιάξε το δικό σου παραμύθι


Tο διάβασμα είναι σημαντικό κομμάτι της εκπαίδευσης και της ζωής ενός παιδιού. Πρέπει να διαβάζουμε στα παιδιά σε κάθε ευκαιρία. Οι γονείς πρέπει να αρχίζουν να τους διαβάζουν από την βρεφική ηλικία και να κρατήσουν αυτήν την συνήθεια κάθε βράδυ μέχρι να μεγαλώσουν αρκετά ώστε να μπορούν να διαβάζουν μόνα τους. Τότε πρέπει να τα ενθαρρύνουν να διαβάζουν εκείνα ιστορίες στα άλλα μέλη της οικογένειας ή να φτιάχνουν τις δικές τους!
Αυτό βέβαια χρειάζεται μία προετοιμασία από τους γονείς ή τους παιδαγωγούς. Για να φτιάξει το παιδί τη δική του ιστορία πρέπει αφενός μεν να του δοθούν τα ερεθίσματα, αφετερου δε να έχει δει κάποιον να το κάνει.
Φτιάξτε δικά σας παραμύθια! Δημιουργείστε με φαντασία, με διάθεση, με χιούμορ, με περιέργεια και με ανατροπές. Απελευθερωθείτε από την καθημερινότητα και επικοινωνήστε με το παιδί μέσα από τον δικό του μαγικό κόσμο. Δεν χρειάζεται ταλέντο, είναι εύκολο. Με αυτό τον τρόπο, μέσα από απλά και καθημερινά ερεθίσματα, γαργαλώντας τη φαντασία, το παιδί δεν βαριέται αλλά κυρίως του δίνετε κίνητρο να δημιουργήσει και αυτό την δική του ιστορία. Θα πρέπει να την ζήσετε και να την υποστηρίξετε. Μπορείτε να την προσαρμόσετε στην ζωή σας. Υπάρχει ιστορία για κάθε στιγμή. Μπορούμε να προσαρμόσουμε τις ιστορίες στη καθημερινότητά μας. Αυτά που ζει το παιδί καθημερινά μπορούν να γίνουν η δική σας ιστορία! Η οποία μπορεί να είναι μεγάλη, μικρή, διδακτική, ποιητική, ή… συγκινητική. Οι ιστορίες κρύβονται παντού. Χρειάζεται απλά να τις ξεσκονίσεις λίγο ώστε να βγουν στο φως και να παρουσιαστούν με όλη τους την ομορφιά! Πρέπει να παίξετε με λέξεις, με εικόνες, με γνωστά κλασσικά παραμύθια, με αντικείμενα καθημερινής χρήσης, με τις σκιές στον τοίχο, με υφάσματα, με παλιές κάρτες και φωτογραφίες, με μουτζούρες και με  πολλά άλλα! 
Θα πρέπει όλοι να ξέρουμε πως μπορούμε μέσα από μια ιστορία να μιλήσουμε ευκολότερα για κάποια θέματα και πως οι ιστορίες χρησιμοποιήθηκαν ανέκαθεν για να κάνουν ευκολότερη την κατανόηση δυσνόητων ζητημάτων σε όλα τα πεδία: στη φιλοσοφία, την εκπαίδευση, τη γονεϊκή διδαχή, κ.α.
Καλή μυθοπλασία λοιπόν!