Σάββατο 16 Αυγούστου 2014

Ρουμπελστίλτσκιν

Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας φτωχός μυλωνάς που είχε μια πανέμορφη κόρη. Έτυχε κάποια μέρα να συναντήσει τον βασιλιά και προκειμένου να τον εντυπωσιάσει του λέει: «Έχω μία κόρη, που μπορεί να γνέθει από άχυρο χρυσάφι!».
 «Αυτό θα μου άρεσε πολύ.» απάντησε ο βασιλιάς «Αν η κόρη σου είναι τόσο ικανή όσο λες, τότε φέρε την αύριο στο παλάτι για να το ελέγξω.» 
Την επόμενη ημέρα έφεραν την κοπέλα στο βασιλιά και την οδήγησαν σε ένα δωμάτιο το οποίο ήταν γεμάτο άχυρο. Ο βασιλιάς της έδωσε μία ανέμη και μία σβίγα και της είπε: «Ξεκίνα να εργάζεσαι. Αν δεν καταφέρεις μέχρι αύριο το πρωί να κάνεις το άχυρο χρυσάφι θα πρέπει να πεθάνεις.» Μετά από αυτό κλείδωσε ο ίδιος το δωμάτιο και η κοπέλα έμεινε ολομόναχη.
Έτσι η κόρη του μυλωνά έμεινε απελπισμένη στο δωμάτιο και δεν ήξερε πώς να σώσει την ζωή της. Δεν γνώριζε πώς γνέθουν χρυσάφι από άχυρο και όσο περνούσε η ώρα τόσο περισσότερο φοβόταν, μέχρι που τελικά άρχισε να κλαίει.
Τότε, ανοίγει ξαφνικά η πόρτα και ένα ανθρωπάκι μπαίνει μέσα στο δωμάτιο: «Καλησπέρα δεσποινίδα μυλωνού, γιατί κλαίτε τόσο απελπισμένα;»
«Τι να σας πω,» απάντησε το κορίτσι «θα πρέπει να φτιάξω χρυσάφι από το άχυρο που βλέπετε, αλλά δεν ξέρω με ποιο τρόπο μπορώ να καταφέρω κάτι τέτοιο.». 
«Τι μου δίνεις για να το κάνω εγώ για σένα;» ρώτησε το ανθρωπάκι.
«Το περιδέραιό μου» απάντησε το κορίτσι. Το ανθρωπάκι πήρε το περιδέραιο, κάθισε μπροστά στην ανέμη, την τράβηξε τρεις φορές και γέμισε κιόλας το πρώτο κουβάρι με χρυσάφι. Μετά έβαλε και άλλο άχυρο, τράβηξε άλλες τρεις φορές και έφτιαξε και τα δεύτερο κουβάρι. Έτσι συνέχισε ως το πρωί, μέχρι που τελικά όλο το άχυρο είχε μετατραπεί σε χρυσάφι.
Με την ανατολή του ηλίου ήρθε ο βασιλιάς στο δωμάτιο και όταν αντίκρισε το χρυσάφι έμεινε έκπληκτος. Χάρηκε βέβαια για τον απρόσμενο θησαυρό αλλά η απληστία του μεγάλωσε αντικρίζοντας το χρυσάφι. Διέταξε να οδηγήσουν την κόρη του μυλωνά σε ένα άλλο δωμάτιο, πολύ μεγαλύτερο από το πρώτο το οποίο ήταν και αυτό γεμάτο με άχυρο. Ο βασιλιάς διέταξε την κοπέλα να μετατρέψει και αυτό το άχυρο σε χρυσάφι αν αγαπούσε τη ζωή της. 
Το κορίτσι βρέθηκε και πάλι σε απόγνωση και έκλαιγε όταν ξανάνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα το ανθρωπάκι: «Τι μου δίνεις για να μετατρέψω το άχυρο σε χρυσάφι;» 
«Το δαχτυλίδι που φοράω στο δάχτυλό μου» απάντησε η κοπέλα. Το ανθρωπάκι πήρε το δαχτυλίδι και άρχισε να γνέθει με την ανέμη. Μέχρι το επόμενο πρωί είχε μετατρέψει και πάλι όλο το άχυρο σε χρυσάφι. Ο βασιλιάς χάρηκε πάρα πολύ μόλις αντίκρισε το χρυσάφι, δεν είχε όμως ικανοποιηθεί εντελώς. Οδήγησε την κόρη του μυλωνά σε ένα ακόμη μεγαλύτερο δωμάτιο γεμάτο με άχυρο και της λέει: «Αυτό το άχυρο θα πρέπει να το κάνεις χρυσάφι κατά την διάρκεια της νύχτας, αν όμως τα καταφέρεις θα γίνεις γυναίκα μου». «Ακόμη και αν δεν είναι παρά μία κόρη μυλωνά,» σκέφτηκε ο βασιλιάς «πλουσιότερη γυναίκα από αυτή δε θα μπορέσω να βρω σε ολόκληρο τον κόσμο».
Όταν το κορίτσι έμεινε μόνο εμφανίστηκε το ανθρωπάκι για τρίτη φορά και ρώτησε: «Τι μου δίνεις για να μετατρέψω και αυτήν τη φορά το άχυρο σε χρυσάφι;» «Δεν έχω τίποτε άλλο που μπορώ να σου να σου δώσω.» απάντησε το κορίτσι. «Τότε ορκίσου» απαίτησε το ανθρωπάκι «ότι θα μου δώσεις το πρώτο σου παιδί όταν γίνεις βασίλισσα.» «Ποιος ξέρει τι άλλο θα συμβεί» σκέφτηκε η κόρη του μυλωνά και καθώς δεν ήξερε πως αλλιώς θα μπορούσε να βοηθηθεί, έταξε στο ανθρωπάκι ότι της είχε ζητήσει. Έτσι το ανθρωπάκι μετέτρεψε για μια ακόμη φορά όλο το άχυρο σε χρυσάφι. Όταν ήρθε ο βασιλιάς το πρωί και βρήκε το χρυσάφι όπως το είχε ζητήσει, παντρεύτηκε την όμορφη κόρη του μυλωνά και την έκανε βασίλισσα. 
Πέρασε περισσότερος από ένας χρόνος και η βασίλισσα γέννησε ένα όμορφο παιδάκι και δεν θυμόταν πια καθόλου το ανθρωπάκι μέχρι που αυτό κάποια μέρα εμφανίστηκε στο δωμάτιό της και της είπε: «Ήρθε η ώρα να μου δώσεις ό,τι μου υποσχέθηκες.» Η βασίλισσα τρόμαξε και πρόσφερε στο ανθρωπάκι όλα τα πλούτη του βασιλείου αν της άφηνε το παιδί. Το ανθρωπάκι όμως επέμενε: «Κάτι ζωντανό μου είναι προτιμότερο από όλα τα πλούτη του κόσμου». Τότε η βασίλισσα άρχισε να κλαίει και να οδύρεται τόσο που το ανθρωπάκι την λυπήθηκε και της λέει: «Θα σου αφήσω τρεις μέρες καιρό, αν μέχρι τότε μάθεις το όνομά μου θα σου αφήσω το παιδί σου.»
Όλη την νύχτα η βασίλισσα σκεφτόταν τα ονόματα τα οποία είχε ακούσει στη ζωή της. Επίσης έστειλε και ένα αγγελιοφόρο να περιπλανηθεί στη χώρα και να μάθει τι άλλα ονόματα υπάρχουν. Όταν την επόμενη μέρα την επισκέφτηκε το ανθρωπάκι ξεκίνησε να του λέει: «Γκασπάρ, Μελχιόρ, Βαλτάσαρ» και στη συνέχεια του απαρίθμησε όλα τα ονόματα τα οποία γνώριζε. Ωστόσο κάθε φορά που έλεγε ένα όνομα το ανθρωπάκι έλεγε «Δε με λένε έτσι.»
Την δεύτερη μέρα έβαλε να ρωτήσουν σε όλη τη γειτονιά πως έλεγαν τους ανθρώπους και απαρίθμησε στο ανθρωπάκι τα πιο περίεργα και σπάνια ονόματα που άκουσε, αλλά το ανθρωπάκι απαντούσε κάθε φορά: «Δε με λένε έτσι.» 
Την τρίτη μέρα επέστρεψε ο αγγελιοφόρος και διηγήθηκε στη βασίλισσα: «Δε μπόρεσα να μάθω ούτε ένα καινούριο όνομα, αλλά μόλις έφτασα στην άκρη ενός δάσους σε ένα ψηλό βουνό, εκεί όπου η αλεπού και ο λαγός λένε καληνύχτα ο ένας στον άλλον, είδα ένα μικρό σπίτι, και μπροστά από το σπίτι έκαιγε μια φωτιά, και γύρω από την φωτιά χόρευε ένα πολύ παράλογο ανθρωπάκι, το οποίο πηδούσε με το ένα πόδι και φώναζε:
«Σήμερα ψήνω, και αύριο τρυγώ
Μεθαύριο θα πάρω, της βασίλισσας τον γιο…
Τι καλά που δεν γρικούν
Ρουμπελστίλτσκιν να με πουν!»
Η βασίλισσα πέταξε από την χαρά της μόλις άκουσε το όνομα. Όταν την ίδια μέρα ήρθε το ανθρωπάκι και την ρώτησε: «Λοιπόν κυρά βασίλισσα, ποιο είναι το όνομά μου;» ρώτησε αυτή: «Σε λένε Κουνς;» «Όχι» «Σε λένε Χάινς;» «Όχι», «Μήπως σε λένε Ρουμπελστίλτσκιν;»
«Ο διάβολος στο είπε, ο διάβολος στο είπε» φώναζε το ανθρωπάκι και πάτησε με τόσο μίσος και οργή το δεξί του πόδι στο έδαφος που βυθίστηκε όλη η δεξιά του πλευρά στη γη. Μετά άρπαξε το αριστερό του πόδι με τα δύο του χέρια και επειδή είχε νευριάσει πάρα πολύ έσκισε τα εαυτό του στα δύο.


Κυριακή 6 Ιουλίου 2014

Η ευτυχία που διδάσκει «Το κομμάτι που λείπει συναντά το μεγάλο Ο»

Από μικροί ακούμε ιστορίες για «το άλλο μας μισό» που έρχεται και ταυτίζεται μαζί μας και ολοκληρωνόμαστε. Είναι πολύ ρομαντικό, πολύ ιδανικό, αλλά αλίμονο, δεν πρέπει να υιοθετούμε την ιδέα αυτή. Κι αυτό γιατί την ευτυχία τη βρίσκει κανείς όταν είναι ο ίδιος ολοκληρωμένος, αυτάρκης και αυτόφωτος. Τα «μισά» χρειάζονται βοήθεια για να σταθούν και η οποιαδήποτε σχέση είναι σχέση εξάρτησης, άρα προβληματική. Το βιβλίο «Το κομμάτι που λείπει συναντά το μεγάλο Ο» του Shel Silverstein μας δίνει να καταλάβουμε τον αυτοκαθορισμό με τον καλύτερο τρόπο.
Θα μπορούσαν να γραφτούν τόμοι ανάλυσης του περιεχομένου του, αλλά θα αρκεστούμε στα βασικά. Πρόκειται για ένα σπάνιο βιβλίο, ένα βιβλίο για όλες τις ηλικίες, φύλα, εθνικότητες, προσωπικότητες... Ποιον δεν αφορά, άλλωστε, η ολοκλήρωση και η εύρεση της πραγματικής αγάπης και της συνύπαρξης; Όλοι αναζητούν το άλλο τους μισό, εκείνο που θα ταιριάξουν απόλυτα και θα γίνουν ένα. Όλα αυτά είναι παραμύθια μας λέει ο Silverstein μέσω αυτού του απλού και εύγλωττου βιβλίου.
Στην περιπέτεια του Κομματιού-που-λείπει, πάντα κάτι στράβωνε και το Κομμάτι παρέμενε μισό. Ώσπου κατάλαβε ότι τα σχήματα αλλάζουν και οι γωνίες αμβλύνονται. Και δεν περίμενε κανέναν να το βοηθήσει να κυλήσει. Κυλούσε μόνο του...
Έχουμε την ανάγκη να ανήκουμε κάπου. Ο από μηχανής Θεός, οι λύσεις που περιμένουμε μαγικά και έξωθεν αποδεικνύονται αυταπάτη. Έτσι τρομάζουμε μασκαρευόμαστε, υποκρινόμαστε πως είμαστε κάτι από αυτό που θέλει ο «άλλος». Γελοιοποιούμαστε και ελπίζουμε… Μόνο αν γίνεις ένα πλήρες «Ο» μπορείς να συνυπάρχεις ουσιαστικά! Μόνο δύο ολόκληρα «Ο» δεν έχουν σχέση συμφέροντος και εξαρτήσεων. Δύο ολόκληρα «Ο» είναι ελεύθερα μαζί από επιλογή! Χωρίς προσδοκίες και φόβους! Την ευτυχία θα την αναζητήσουμε και μέσα από το ταξίδι, ίσως ευτυχίσουμε να γίνουμε ολοστρόγγυλα «Ο»…
Αν αναζητάτε ένα βιβλίο με πολύχρωμη εικονογράφηση και φανταχτερούς ήρωες, ξεχάστε το. Είναι μία απλή ιστορία γεμάτη μηνύματα. Στην ουσία είναι μια απεικόνιση της ζωής, μιας ζωής γεμάτης από συντριβές, ελπίδα, αλλαγές και διαρκή προσπάθεια να βρούμε ένα νόημα σ’ αυτήν. Ως άνθρωποι προσπαθούμε να «ταιριάζουμε» κάπου, να ανήκουμε κάπου, για να συνειδητοποιήσουμε στο τέλος ότι αυτός ο «αγώνας» μας μεταμορφώνει στους ανθρώπους που μπορούν να επιβιώσουν μόνοι τους.


Διαβάστε «Το κομμάτι που λείπει συναντά το μεγάλο Ο» εδώ


Σάββατο 28 Ιουνίου 2014

Δυο κουκιά και δυο ρεβίθια πόσα κάνουν παραμύθια;

Το παραμύθι συγκινεί και αγγίζει από τα πανάρχαια χρόνια. Ενώ στην αρχή αποτελούσε είδος προφορικής ψυχαγωγίας για τα λαϊκά στρώματα της κοινωνίας, με τον καιρό πέρασε στους αστικούς κύκλους, όπου επίσημος αποδέκτης του κατέληξε να είναι το παιδικό κοινό. 
Στα παραμύθια συναντάμε πλήθος από απίστευτα γεγονότα. Είναι ένα λαϊκό ή λογοτεχνικό αφηγηματικό έργο το οποίο βασίζεται σε φανταστικούς ήρωες και γεγονότα  και ενσωματώνει το έθος, το οποίο μπορεί να εκφραστεί ρητά στο τέλος του ως αξιωματική αρχή. Είναι μία φανταστική προφορική διήγηση, που συνήθως αποτελείται από πολλά και διαδοχικά επεισόδια, τα λεγόμενα μοτίβα. Συγγενές του μύθου, που είναι μια αλληγορική διήγηση, που έχει στόχο την ηθική διδασκαλία, αλλά διαφοροποιημένο εννοιολογικά, το παραμύθι συνδέεται στενά με την λαϊκή παράδοση κάθε λαού. Διαφέρει και από την παράδοση καθώς αυτή αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο γεγονός ή πρόσωπο, ή τόπο, και ο λαός την πιστεύει ως αληθινή. Προσωποποιεί και εξατομικεύει διαφορετικά στοιχεία πέρα από τη λογική του χώρου και του χρόνου και επεκτείνεται αδιάκριτα από τον οργανικό στον ανόργανο κόσμο από τον άνθρωπο και τα ζώα στα δέντρα, τα λουλούδια, τις πέτρες, τα ρεύματα και τους ανέμους.
Η ανάγνωση παραμυθιών, διατηρώντας τον εκπαιδευτικό της χαρακτήρα, είναι μία διαδικασία άκρως ενδιαφέρουσα και διασκεδαστική για τα παιδιά. Έτσι πρέπει να το ζούμε. Ως διαδικασία χαλάρωσης και απόλαυσης και όχι ως υποχρέωση. Δε θα πρέπει να εντάσσεται ως προγραμματισμένη δραστηριότητα στην ημερήσια ρουτίνα. Δε χρειάζεται να διαβάζουμε στα παιδιά ένα παραμύθι που δεν τους αρέσει. Θα πρέπει να τα παροτρύνουμε να επιλέγουν μόνα τους, ακόμη κι αν επιλέγουν πολλές φορές το ίδιο παραμύθι. Κάθε φορά μαθαίνουν κάτι διαφορετικό. Μπορούμε να αλλάζουμε το τέλος ή να ζητάμε από τα παιδιά να δώσουν το δικό τους τέλος στο παραμύθι. 
Η αφήγηση καλό είναι να γίνεται με τρόπο παραστατικό, θεατρικό, χρωματίζοντας ανάλογα τη φωνή, τις εκφράσεις και τις κινήσεις. Τα γεγονότα πρέπει να διαδέχονται το ένα το άλλο με τρόπο φυσικό σαν να παρακολουθεί κάποιος μια ταινία ή να ζει ένα όνειρο. Δε χρειάζονται επεξηγήσεις, κηρύγματα και ηθικά διδάγματα κατά την αφήγηση. Έτσι χάνεται ο συμβολισμός και η μαγεία. Τα παιδιά θα κλείσουν την «πόρτα» μεταξύ του φανταστικού του κόσμου και του πραγματικού και έτσι θα σταματήσει κάθε μεταφορά, κάθε πειραματισμός, κάθε προβολή, κάθε προσπάθεια μάθησης και καθρεφτίσματος των δύο κόσμων. 
Μπορούμε να ζωντανέψουμε το παραμύθι παίζοντας κουκλοθέατρο ή ζητώντας από τα παιδιά να ζωγραφίσουν το θέμα ή να παίξουν το παραμύθι με τα παιχνίδια τους, να χορέψουν, να τραγουδήσουν, να ακούσουν μουσική ή και να παίξουν μουσική. Είναι σημαντικό να συμμετέχουν όλες οι αισθήσεις και να κινητοποιούνται όλοι οι τρόποι και τα μέσα επικοινωνίας, λεκτικά και μη λεκτικά- σωματικά. Όταν δραματοποιούμε το παραμύθι, θα πρέπει να αποφεύγουμε να καθοδηγούμε ή να δίνουμε εντολές στα παιδιά. Αντίθετα, θα πρέπει να τα αφήνουμε να καθορίζουν εκείνα την εξέλιξη. Το παραμύθι είναι ένα ασφαλές προστατευτικό πλαίσιο δοκιμών και πειραματισμών. 
Δε θα πρέπει, τέλος, να αποφεύγουμε τους κακούς χαρακτήρες ή να αφαιρούμε τμήματα από το παραμύθι που φαίνονται τρομακτικά, καθώς παίζουν καταλυτικό ρόλο και εξυπηρετούν συγκεκριμένο σκοπό. Δίνουν τη δυνατότητα στα παιδιά να αφομοιώσουν πιο σύνθετες έννοιες, όπως το πένθος, η απώλεια, οι κοινωνικές διαφορές, οι ηθικές αξίες. 
Στην ουσία, το παραμύθι δουλεύοντας σε ένα φανταστικό χώρο προετοιμάζει τα παιδιά για την πραγματική ζωή.


Κυριακή 15 Ιουνίου 2014

Ο Τζακ και η φασολιά

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε μία πολύ φτωχή νεαρή χήρα, παρέα με το μικρό της γιο, τον Τζακ.
-Μας έμειναν δύο νομίσματα, είπε μια μέρα στο γιο της. Για να ζήσουμε, πρέπει να πουλήσουμε τη γέρικη αγελάδα μας.
Ο Τζακ πήρε την αγελάδα να πάει να την πουλήσει στο παζάρι του χωριού. Στο δρόμο όμως συνάντησε ένα γέρο που φορούσε ένα παράξενο καπέλο.
-Η αγελάδα σου είναι πολύ γριά, είπε στον Τζακ. Σου υπόσχομαι πως θα τη φροντίζω αν την ανταλλάξεις με αυτό το κουτάκι που έχει μέσα τρία μαγικά φασόλια. Να τα φυτέψεις απόψε το βράδυ, που έχει πανσέληνο και θα σου φέρουν μεγάλη τύχη!
Ο Τζακ συμφώνησε. Έδωσε την αγελάδα και πήρε το κουτί με τα φασόλια.
Το μικρό αγόρι γύρισε σπίτι του με το κουτάκι.
-Γιατί το έκανες αυτό, παιδί μου; ρώτησε η μητέρα του. Πώς θα ζήσουμε τώρα; Τι να μας κάνουν τρία φασόλια;
-Είναι μαγικά φασόλια, μαμά, απάντησε ο Τζακ. Θα τα φυτέψω και θα δεις. Θα γίνουμε πλούσιοι!
Ο Τζακ φύτεψε τα φασόλια κάτω από το φως του ολόγιομου φεγγαριού και αμέσως ένα φυλλαράκι ξεπρόβαλε από το χώμα. Έμοιαζε εύθραυστο και λεπτοκαμωμένο. Τεντώθηκε κι άφησε χώρο και σε άλλα φύλλα και σε ακόμα περισσότερα. Σε λίγα λεπτά μια τεράστια  φασολιά άρχισε να ξεφυτρώνει πάνω από το χώμα και να θεριεύει, λες και ήθελε να φτάσει ως τον ουρανό!
Ο Τζακ και η μαμά του τρεμούλιασαν από τη συγκίνηση.
-Θα σκαρφαλώσω στη φασολιά για να βρω το θησαυρό! φώναξε ο Τζακ στη μαμά του. Πέρασε στον ώμο το σακίδιό του, σκαρφάλωσε στον κορμό της φασολιάς κι άρχισε να ανεβαίνει, συνέχεια να ανεβαίνει.
-Πρόσεχε! Φώναξε η μαμά του, αλλά ο Τζακ δεν την άκουσε. Βρισκόταν πολύ ψηλά!
Η φασολιά συνέχισε να μεγαλώνει όλη τη νύχτα. Μόλις ξημέρωσε, ο Τζακ κατάλαβε πως βρισκόταν πάνω από τα σύννεφα! Ξαφνικά, είδε μπροστά του ένα επιβλητικό κάστρο. Οι πύργοι και η πύλη του ήταν ολόχρυσα. Θύμιζε κάστρο παραμυθιού. «Όποιος ζει εδώ πρέπει να είναι πολύ πλούσιος» σκέφτηκε ο Τζακ.
Η φασολιά δε σταμάτησε να μεγαλώνει, μέχρι που έφτασε στη χρυσαφένια πόρτα του κάστρου.
«Θα χτυπήσω την πόρτα!» σκέφτηκε ο Τζακ. «Κάποιος θα μου ανοίξει».
Κατέβηκε από τη φασολιά και χτύπησε την πύλη του κάστρου. Η μεγάλη πόρτα άνοιξε αργά.
-Τι δουλειά έχεις εσύ εδώ; φώναξε η γλυκιά γυναίκα που άνοιξε την πόρτα. Ο άντρας μου είναι ένας γίγαντας. Έρχεται… ακούω τα βήματά του! Μπες γρήγορα μέσα να σε κρύψω!
Ο Τζακ μόλις που πρόλαβε να κρυφτεί μέσα σ’ ένα ντουλάπι, όταν εμφανίστηκε ένας γίγαντας και πλησίασε ένα κλουβί που είχε μέσα μια μικρή κοτούλα.
-Λοιπόν; Γέννησες, καλή μου; ρώτησε ο γίγαντας.
Ύστερα άνοιξε το κλουβί κι έβγαλε από μέσα ένα χρυσό αυγό!
Ο Τζακ δεν πίστευε στα μάτια του.
Ο γίγαντας κάθισε στο τραπέζι και άρχισε να τρώει με όρεξη. Δίπλα του βρισκόταν μία ολόχρυση μικρούλα άρπα με μορφή γυναίκας.
-Εμπρός, άρπα, παίξε! διέταξε ο γίγαντας.
Η άρπα άρχισε να παίζει και να τραγουδάει με την κρυστάλλινη φωνή της, ενώ ο γίγαντας καταβρόχθιζε το έβδομο χοιρινό μπούτι κι έπινε την τέταρτη κανάτα κρασί. . Σε λίγο, νανουρισμένος από τη γλυκιά μουσική της άρπας, ξάπλωσε σ’ έναν καναπέ και αποκοιμήθηκε.
Ο Τζακ περίμενε λίγα λεπτά προτού βγει από την κρυψώνα του. Κι ενώ ο γίγαντας ροχάλιζε του καλού καιρού, το αγόρι άρπαξε την κοτούλα και την παράχωσε στο σακίδιό του. Ύστερα, χωρίς να κάνει θόρυβο, πήρε και την άρπα κι άρχισε να περπατάει στις μύτες των ποδιών του, για να βγει από το δωμάτιο.
-Μην τολμήσεις να κακαρίσεις, κοτούλα μου! ψιθύρισε στην κότα.
Τη στιγμή όμως που έβγαινε από το δωμάτιο, η άρπα χτύπησε ελαφρά πάνω στην πόρτα και της ξέφυγαν μερικές νότες.
-Τι… τι συμβαίνει; φώναξε, ξυπνώντας, ο γίγαντας. Πού είναι η άρπα μου; Κλέφτη! Έτσι και σε πιάσω, θα σε κάνω μια μπουκιά! συνέχισε, βλέποντας τον Τζακ, και άρχισε να τον κυνηγάει.
Ο Τζακ βγήκε από το παλάτι και άρχισε να τρέχει πάνω στον κορμό της φασολιάς. Ο γίγαντας τον ακολούθησε.
-Πιο γρήγορα! Πιο γρήγορα! κακάριζε η κότα μέσα από το σακίδιο του Τζακ. Αν σε πιάσει θα σε φάει!
Ο Τζακ άρχισε να κατεβαίνει τον κορμό. Ο γίγαντας, βαρύς και αδέξιος, αργοπορούσε κι έτσι το μικρό αγόρι κατάφερε να φτάσει στο έδαφος πριν απ’ αυτόν και να αρπάξει ένα κοφτερό τσεκούρι.
Τσακ! Τσακ! Τσακ! Με μερικά χτυπήματα ο Τζακ έκοψε τον κορμό της φασολιάς. Ο κορμός έπεσε με φόρα στο χώμα, παρασύροντας στην πτώση του και το γίγαντα, που έπεσε σ’ ένα χωράφι με γαϊδουράγκαθα.
-Ζήτω! κακάρισε η κότα. Δε θα με ξανακλειδώσει ποτέ σε κλουβί. Για να σε ευχαριστήσω Τζακ, θα σου γεννάω κάθε μέρα ένα χρυσό αυγό!
Ο Τζακ έπεσε στην αγκαλιά της μαμάς του. Από τότε, χάρη στην κοτούλα που γεννούσε κάθε μέρα ένα χρυσό αυγό, ο Τζακ και η μαμά του έγιναν πολύ πλούσιοι. Τόσο πλούσιοι, που μοιράστηκαν την περιουσία τους με όλους τους φτωχούς της χώρας!


Σάββατο 7 Ιουνίου 2014

Τα τρία γουρουνάκια

Μια φορά και έναν καιρό ήταν τρία γουρουνάκια που ζούσαν με την μαμά τους. Όταν μεγάλωσαν τα γουρουνάκια η μαμά τους είπε:
- Παιδιά μου μεγαλώσατε πια και ήρθε η ώρα να φύγετε από το σπίτι και να πάτε να βρείτε την τύχη σας. Να θυμάστε μόνο πως σε ό, τι και αν κάνετε να δίνετε τον καλύτερό σας εαυτό και να το κάνετε όσο καλύτερα μπορείτε. Έτσι τα τρία γουρουνάκια χαιρέτησαν τη μαμά τους και έφυγαν από το σπίτι.
Το πρώτο γουρουνάκι δεν πρόλαβε καλά-καλά να απομακρυνθεί από το σπίτι και είδε έναν άνθρωπο που κουβαλούσε άχυρα. Χωρίς να το σκεφτεί και πολύ έτρεξε γρήγορα δίπλα του και του είπε:
- Σε παρακαλώ, πούλησέ μου τα άχυρά σου. Θέλω να φτιάξω με αυτά το σπίτι μου.
Ο άνθρωπος παραξενεύτηκε που το γουρουνάκι ήθελε να φτιάξει ένα σπίτι από άχυρα. Αλλά του τα πούλησε.  
Έτσι το πρώτο γουρουνάκι βρήκε ένα ωραίο μέρος και χωρίς πολύ κόπο, έφτιαξε ένα σπίτι από άχυρα για να μείνει. Τα αδέρφια του το αποχαιρέτησαν και συνέχισαν το ταξίδι τους.
Μια μέρα, ένας πεινασμένος λύκος περπατούσε στο δρόμο και έψαχνε να βρει κάτι να φάει. Εκεί που περπατούσε, είδε από μακριά το σπίτι με τα άχυρα και απ' έξω το γουρουνάκι. Να μια καλή ευκαιρία για να φάω, σκέφτηκε και πλησίασε προς το σπίτι. Το γουρουνάκι μόλις τον είδε έτρεξε στο σπίτι του για να προστατευθεί. Στάθηκε λοιπόν ο λύκος έξω από το σπίτι και αφού χτύπησε δυνατά την πόρτα φώναξε:
- Γουρουνάκι, άνοιξέ μου και άφησέ με να μπω μέσα.
- Σιγά να μην σου ανοίξω για να μπεις μέσα και να με φας, απάντησε το γουρουνάκι.
- Τότε κι εγώ θα φυσήξω με όλη μου την δύναμη και θα γκρεμίσω το σπίτι σου, αποκρίθηκε ο λύκος.
Έτσι, φύσηξε και χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια το σπίτι γκρεμίστηκε. Τότε ο λύκος έτρεξε, έπιασε το γουρουνάκι και το έφαγε!
Τα άλλα δύο γουρουνάκια που έμαθαν τι έπαθε ο αδερφός τους σκέφτηκαν ότι θα πρέπει να είναι πιο προσεκτικά. Εκεί που περπατούσαν, βλέπουν ένα άνθρωπο που κουβαλούσε ξύλα. Το δεύτερο γουρουνάκι πήγε αμέσως κοντά του και είπε:
- Καλέ μου άνθρωπε, πούλησέ μου τα ξύλα σου για να φτιάξω το σπίτι μου.
Και πράγματι ο άνθρωπος του πούλησε τα ξύλα.
Τότε, το γουρουνάκι έφτιαξε ένα ωραίο ξύλινο σπίτι για να μείνει. Κουράστηκε λίγο, άλλα σκέφτηκε ότι δεν πειράζει γιατί το σπίτι που είχε φτιάξει ήταν πιο γερό από του ανόητου αδερφού του. Έτσι αποχαιρέτησε τον αδερφό του, μπήκε μέσα στο σπιτάκι του, κάθισε στην καρέκλα του και απολάμβανε την ζεστασιά του σπιτιού.
Στο μεταξύ ο κακός λύκος άρχισε πάλι να πεινάει. Εκεί που περπατούσε και σκεφτόταν τι να φάει, είδε το ξύλινο σπίτι και μέσα σε αυτό το δεύτερο γουρουνάκι. Αμέσως πήγε κοντά, χτύπησε δυνατά την πόρτα και είπε:
- Γουρουνάκι, άνοιξέ μου και άφησέ με να μπω μέσα.
- Δεν με ξεγελάς εμένα λύκε, φώναξε από μέσα το γουρουνάκι. Αν σου ανοίξω θα μπεις μέσα και θα με φας.
- Τότε κι εγώ θα φυσήξω με όλη μου την δύναμη και θα σου γκρεμίσω το σπίτι, απάντησε νευριασμένος ο λύκος.
 Έτσι, φύσηξε μια, φύσηξε δυο και μετά από αρκετή προσπάθεια το σπίτι γκρεμίστηκε. Τότε ο λύκος έτρεξε γρήγορα, έπιασε το γουρουνάκι και το έφαγε και αυτό!
Το τρίτο γουρουνάκι δεν ήταν ανόητο σαν τους αδερφούς του. Αφού περπάτησε και έψαξε πολύ, βρήκε έναν άνθρωπο που κουβαλούσε τούβλα.
- Σας παρακαλώ κύριε, είπε, πουλήστε μου τα τούβλα σας για να φτιάξω το σπίτι μου.
Και τότε ο άνθρωπος αποφάσισε να δώσει τα τούβλα στο γουρουνάκι.
Το τρίτο γουρουνάκι κουράστηκε πολύ για να φτιάξει το σπίτι του. Του πήρε πολλές ημέρες, στο τέλος όμως έφτιαξε ένα πολύ γερό σπίτι από τούβλα και τσιμέντο. Μπήκε λοιπόν μέσα και κάθισε για να ξεκουραστεί.
Ο κακός λύκος που είχε πεινάσει πάλι, είδε το σπίτι από το τρίτο γουρουνάκι. Σκέφτηκε ότι ήταν η ευκαιρία του να το φάει και αυτό όπως τα αδέρφια του και ευθύς πήγε και χτύπησε την πόρτα:
- Γουρουνάκι, άνοιξέ μου και άφησέ με να μπω μέσα, φώναξε.
- Δεν σου ανοίγω λύκε. Θα φας κι εμένα όπως τα αδέρφια μου, απάντησε αυτό.
- Τότε κι εγώ θα φυσήξω με όλη μου την δύναμη και θα σου γκρεμίσω το σπίτι, απάντησε ξανά ο λύκος.
Τότε άρχισε να φυσάει και να ξεφυσάει με όλη του την δύναμη. Όμως το σπίτι ήταν πολύ γερό και μετά από κάποιες ώρες, ο λύκος κατάλαβε ότι δεν πρόκειται να καταφέρει τίποτα έτσι. Κάθισε λοιπόν και σκέφτηκε ότι για να φάει το γουρουνάκι θα πρέπει να το ξεγελάσει.
Έτσι του είπε:
- Γουρουνάκι, ξέρω ένα ωραίο χωράφι με γογγύλια!
- Πού είναι; ρώτησε το γουρουνάκι.
- Είναι εδώ παρακάτω στο αγρόκτημα. Αν θέλεις, αύριο το πρωί θα περάσω να σε πάρω να πάμε παρέα και να πάρουμε μερικά.
- Εντάξει, απάντησε το γουρουνάκι, αύριο θα ετοιμαστώ για να πάμε. Μόνο πες μου τι ώρα θα περάσεις.
- Θα περάσω στις έξι, απάντησε ο λύκος και έφυγε σίγουρος ότι έπιασε το κόλπο του.
Το γουρουνάκι όμως που ήταν έξυπνο, κατάλαβε το κόλπο του λύκου. Έτσι, ξύπνησε στις πέντε και πήγε μόνο του στο αγρόκτημα. Μέχρι να πάει η ώρα έξι είχε ήδη μαζέψει τα γογγύλια και είχε γυρίσει στο σπίτι του.
Ο λύκος πήγε στο σπίτι στις έξι όπως είχαν συμφωνήσει, χτύπησε την πόρτα και είπε:
- Γουρουνάκι είσαι έτοιμο;
- Έτοιμο, μόνο που μέχρι να έρθεις πήγα στο αγρόκτημα και μάζεψα τα γογγύλια μου. Τώρα ετοιμαζόμουν να φτιάξω μια ωραία κατσαρόλα με φαγητό!
Ο λύκος όταν το άκουσε αυτό θύμωσε πολύ. Σκέφτηκε όμως ότι αν προσπαθούσε πάλι θα κατάφερνε να ξεγελάσει το γουρουνάκι και έτσι είπε:
- Γουρουνάκι, ξέρω που υπάρχει μια ωραία μηλιά που κάνει πεντανόστιμα μήλα.
- Πού είναι; αποκρίθηκε το γουρουνάκι.
- Πιο κάτω στον μεγάλο κήπο. Αν δεν με κοροϊδέψεις πάλι μπορώ να περάσω αύριο το πρωί στις πέντε να σε πάρω να πάμε.
- Σύμφωνοι, είπε το γουρουνάκι και ο λύκος έφυγε.
Το γουρουνάκι όμως ήταν πονηρό και κατάλαβε πάλι το κόλπο του λύκου. Έτσι ξύπνησε στις τέσσερις και πήγε γρήγορα στην μηλιά, ελπίζοντας ότι θα προλάβει να γυρίσει πριν να έρθει ο λύκος. Όμως η διαδρομή ήταν μεγαλύτερη και επιπλέον είχε να σκαρφαλώσει και στο δέντρο.
Όταν λοιπόν, μάζεψε τα μήλα και άρχισε να κατεβαίνει από το δέντρο, είδε από μακριά τον λύκο να έρχεται προς το μέρος του. Όταν ο λύκος έφτασε κάτω από το δέντρο είπε:
- Γουρουνάκι έφτασες πριν από εμένα; Είναι ωραία τα μήλα;
- Ναι πολύ ωραία, είπε το γουρουνάκι. Κάτσε να σου πετάξω ένα κάτω για να δοκιμάσεις.
Και πέταξε το μήλο πολύ μακριά από το δέντρο.
Μέχρι ο λύκος να φτάσει το μήλο, το γουρουνάκι πήδηξε κάτω από την μηλιά και έτρεξε γρήγορα στο σπίτι του.
Ο λύκος δεν το 'βαλε κάτω. Την επόμενη μέρα το πρωί πήγε πάλι στο γουρουνάκι με καινούριο σχέδιο. Χτύπησε την πόρτα και είπε:
- Γουρουνάκι το απόγευμα γίνεται ένα πανηγύρι στο διπλανό χωριό. Θέλεις να πάμε;
- Φυσικά, είπε το γουρουνάκι. Τι ώρα θα πας;
- Στις τρεις, είπε ο λύκος και έφυγε.
Το γουρουνάκι, όπως και τις άλλες φορές ξεκίνησε πιο νωρίς και πήγε στο πανηγύρι. Εκεί αγόρασε ένα βαρέλι και καθώς γύριζε είδε τον λύκο να πηγαίνει προς το σπίτι του. Τότε, μην έχοντας τι άλλο να κάνει, σκέφτηκε να μπει μέσα στο βαρέλι για να κρυφτεί. Στην προσπάθειά του όμως να μπει μέσα στο βαρέλι, αυτό αναποδογύρισε και άρχισε να κατρακυλάει στον λόφο! Ο λύκος, που δεν είχε δει το γουρουνάκι, είδε το βαρέλι να έρχεται προς τα πάνω του και τρόμαξε πολύ. Άρχισε λοιπόν να τρέχει για να φύγει και τελικά δεν πήγε στο πανηγύρι.
 Το γουρουνάκι μόλις σταμάτησε το βαρέλι, βγήκε από μέσα και πήγε γρήγορα στο σπίτι του. Μετά από λίγο, ο λύκος ηρέμησε από την λαχτάρα που πήρε και πήγε στο σπίτι του μικρού γουρουνιού. Χτύπησε την πόρτα και είπε στο γουρουνάκι τι του είχε συμβεί. Ότι δηλαδή δεν πήγε στο πανηγύρι γιατί τρόμαξε πολύ από ένα βαρέλι που κατρακυλούσε προς τα πάνω του.
- Χα χα, σε κορόιδεψα, είπε το γουρουνάκι. Είχα πάει στο πανηγύρι και αγόρασα ένα βαρέλι. Μόλις σε είδα μπήκα μέσα και άρχισα να κατρακυλάω στην πλαγιά του λόφου για να σε τρομάξω!
Όταν ο λύκος το άκουσε αυτό έγινε έξαλλος.
- Α, ώστε εσύ ήσουν που με τρόμαξες, είπε. Τότε και εγώ θα μπω στο σπίτι σου από την καμινάδα και θα σε φάω!
Το γουρουνάκι μόλις το άκουσε αυτό αποφάσισε ότι έπρεπε να δράσει γρήγορα. Έτσι, μέχρι να καταφέρει ο λύκος να ανέβει στην σκεπή, άρπαξε γρήγορα μια μεγάλη κατσαρόλα και την γέμισε νερό. Άναψε όσο πιο γρήγορα μπορούσε μια δυνατή φωτιά στο τζάκι και έβαλε από πάνω την κατσαρόλα. Όταν ο λύκος ήταν έτοιμος να μπει στην καμινάδα το νερό είχε ήδη αρχίσει να βράζει. Έτσι, όταν ο λύκος μπήκε στην καμινάδα, έπεσε με φόρα μέσα στην κατσαρόλα με το βραστό νερό και κάηκε.
Έτσι, το γουρουνάκι ξεφορτώθηκε τον κακό λύκο και από τότε έζησε αυτό καλά και εμείς καλύτερα!


Τετάρτη 7 Μαΐου 2014

Ο Παπουτσωμένος Γάτος


Μια φορά και έναν καιρό, ζούσε ένας μυλωνάς που είχε τρεις γιους, τον μύλο του, έναν γάιδαρο και έναν γάτο. Όταν πέθανε ο μυλωνάς οι τρεις γιοι χώρισαν την περιουσία. Ο μεγαλύτερος γιος πήρε τον μύλο, ο δεύτερος τον γάιδαρο και ο τρίτος, για τον οποίο  δεν είχε μείνει τίποτε άλλο, πήρε το γάτο. Τότε ο τρίτος γιος ήταν πολύ στεναχωρημένος και έλεγε στον εαυτό του: «Ο μεγαλύτερος αδερφός μου πήρε τον μύλο και μπορεί να αλέθει, ο δεύτερος πήρε τον γάιδαρο και μπορεί να τον καβαλάει, ενώ εγώ που πήρα τον γάτο τι μπορώ να τον κάνω; Αν τον δώσω για να μου κάνουν ένα ζευγάρι γάντια από το τομάρι του, αυτό θα ήταν όλη μου η κληρονομιά».
«Άκουσέ με» απάντησε τότε ο γάτος, «δε χρειάζεται να με σκοτώσεις για να φτιάξεις ένα ζευγάρι μίζερα γάντια. Κανόνισε μόνο να μου φτιάξουν ένα ζευγάρι μπότες, ώστε να μπορώ να συναναστρέφομαι κόσμο και θα σε βοηθήσω σύντομα».
Ο γάτος φόρεσε τις μπότες μόλις φτιάχτηκαν, πήρε ένα σακί και το μισογέμισε με σπόρους. Μετά έκανε μία θηλιά με ένα σχοινί στο πάνω μέρος του σακιού.  Τελικά πήρε το σακί στον ώμο και περπατώντας στα δύο του πόδια, σα να ήταν άνθρωπος, έφυγε από την πόρτα.
Εκείνη την εποχή κυβερνούσε ένας βασιλιάς που του άρεσε πολύ να τρώει πέρδικες οι οποίες όμως ήταν λίγες και μόνο στο δάσος. Αυτό το γνώριζε ο γάτος και σκέφτηκε να κυνηγήσει τα πουλιά με έναν έξυπνο τρόπο. Μόλις μπήκε στο δάσος, άνοιξε το σακί για να φαίνονται οι σπόροι, πήρε όμως το σχοινί και το άπλωσε στο γρασίδι μέχρι να φτάσει πίσω από έναν θάμνο. Εκεί κρύφτηκε και ο ίδιος και παραμόνευε. Οι πέρδικες έφτασαν γρήγορα στους σπόρους και η μία μετά την άλλη έμπαιναν στο σακί. Όταν μπήκαν αρκετές στο σακί, ο γάτος τράβηξε το σχοινί έπιασε τα πουλιά. Μετά πήρε το σακί στον ώμο και πήγε γρήγορα στο παλάτι του βασιλιά.
Μόλις ο γάτος παρουσιάστηκε μπροστά στο βασιλιά έκανε μία βαθιά υπόκλιση και είπε: «Βασιλιά μου, ο αφέντης μου ο Μαρκήσιος του Καραμπά δίνει τα διαπιστευτήρια του στον βασιλιά και του στέλνει πέρδικες, τις οποίες έπιασε λίγο πιο πριν με τα βρόχια του».
Ο βασιλιάς έμεινε έκπληκτος από τις πολλές και παχιές πέρδικες και διέταξε να βάλουν τόσο χρυσό στον σάκο του γάτου όσο θα μπορούσε να κουβαλήσει. «Αυτό να το πας στον αφέντη σου και να τον ευχαριστήσεις για το δώρο του.»
Ο φτωχός γιος του μυλωνά καθόταν στο σπίτι και αναλογιζόταν ότι έδωσε τα τελευταία του χρήματα για τις μπότες του γάτου. Τότε μπήκε στο σπίτι ο γάτος, κατέβασε το σακί από τον ώμο του και αφού το άνοιξε άδειασε το χρυσάφι μπροστά του. «Τώρα έχεις μια περιουσία στα πόδια σου, και ο βασιλιάς σου στέλνει χαιρετίσματα και σε ευχαριστεί πολύ». Ο γιος του μυλωνά ήταν ευτυχισμένος με τα πλούτη που απέκτησε χωρίς όμως να καταλαβαίνει τι ακριβώς είχε συμβεί.   Ο γάτος όσο έβγαζε τις μπότες εξήγησε στον αφέντη του τι ακριβώς είχε συμβεί. «Τώρα έχεις αρκετά χρήματα αλλά δεν θα μείνεις με αυτά. Αύριο θα ξαναβάλω τις μπότες μου και θα γίνεις ακόμη πλουσιότερος, επίσης στον βασιλιά είπα ότι είσαι Μαρκήσιος.»
Τις μέρες που ακολούθησαν ο γάτος έβαζε τις μπότες του έβγαινε στο δάσος για κυνήγι και επισκεπτόταν συχνά το παλάτι. Έτσι κάθε μέρα ο γάτος έφερνε χρυσάφι στο σπίτι. Ήταν πια τόσο αγαπητός στον βασιλιά, που μπορούσε να μπαίνει και να βγαίνει όποτε ήθελε στο παλάτι.
Μία μέρα καθόταν στη κουζίνα πλάι στον φούρνο για να ζεσταθεί και ήρθε ένας αμαξάς ο οποίος έβριζε: «Ήθελα να πάω στην ταβέρνα, να πιω ένα κρασί και τώρα με κάλεσαν να πάω το βασιλιά και την πριγκίπισσα βόλτα στη λίμνη.» 
Μόλις το άκουσε ο γάτος πήγε ήσυχα στο σπίτι και είπε στον αφέντη του: «Έλα μαζί μου στη λίμνη και μπες μέσα να κάνεις μπάνιο.» Ο μυλωνάς δεν ήξερε τι να πει, αλλά ακολούθησε τον γάτο και μπήκε γυμνός μέσα στο νερό. Ο γάτος όμως του πήρε τα ρούχα του και τα έκρυψε. Καλά- καλά δεν πρόλαβε να τα κρύψει και να σου εμφανίστηκε ο βασιλιάς. Τότε ο γάτος άρχισε να εκλιπαρεί και να λέει: «Βασιλιά μου, ο αφέντης μου κολυμπούσε στη λίμνη και ένας ληστής του έκλεψε τα ρούχα που είχε αφήσει στην όχθη. Τώρα ο Μαρκήσιος είναι μέσα στο νερό και δε μπορεί να βγει και αν μείνει και άλλο μέσα θα αρρωστήσει και θα πεθάνει». Μόλις το άκουσε αυτό ο βασιλιάς, έστειλε έναν από τους ανθρώπους του να φέρουν από τα δικά του ρούχα. Τότε ο μυλωνάς φόρεσε τα λαμπερά ρούχα και καθώς ο βασιλιάς πίστευε ότι οι καταπληκτικές πέρδικες είχαν αποσταλεί από αυτόν, του ζήτησε να τον ακολουθήσει στην αμαξά του. Την πριγκίπισσα δεν την ενόχλησε καθόλου ο καλεσμένος, καθώς ήταν νέος, όμορφος και της άρεσε.
Ο γάτος όμως έφυγε γρήγορα- γρήγορα και περνούσε πριν από το κάρο στους δρόμους που θα ακολουθούσε ο βασιλιάς. Έτσι έφτασε σε ένα μεγάλο λιβάδι, όπου βρισκόταν περισσότεροι από εκατό άνθρωποι οι οποίοι έφτιαχναν δεμάτια από σιτάρι.
«Ποιανού είναι αυτό το λιβάδι;» ρώτησε ο γάτος.
«Του μεγάλου μάγου» απάντησαν αυτοί.
«Ακούστε με» τους λέει ο γάτος «τώρα σε λίγο θα περάσει ο βασιλιάς. Όταν σας ρωτήσει σε ποιον ανήκει το λιβάδι, θα πείτε στον Μαρκήσιο του Καραμπά. Αν δεν το πείτε θα βάλω να σας σκοτώσουν στο ξύλο».
Έκανε το ίδιο και με άλλα χωράφια που ανήκαν στο μάγο.
Οι άνθρωποι τον κοιτούσαν και καθώς είχε αυτή την περίεργη αμφίεση και περπατούσε σαν άνθρωπος με τις μπότες του, φοβήθηκαν και θέλησαν να κάνουν ό,τι τους είπε.
Τελικά έφτασε στο παλάτι του μάγου και παρουσιάστηκε θαρραλέα μπροστά του. Ο μάγος τον κοίταξε υποτιμητικά και τον ρώτησε τι θέλει. Ο γάτος έκανε μια βαθιά υπόκλιση και του λέει:
«Έχω ακούσει ότι μπορείς να μεταμορφωθείς σε οποιοδήποτε ζώο επιθυμείς. Σε ότι αφορά τα συνηθισμένα ζώα, δηλαδή τον σκύλο, την αλεπού ή τον λύκο, μπορώ να το πιστέψω. Αλλά να μεταμορφωθείς σε ελέφαντα μου φαίνεται αδύνατο και για αυτό ήρθα να το διαπιστώσω και μόνος μου.»
Ο μάγος του απάντησε με περηφάνια:
«Αυτό δεν είναι τίποτα» και σε μία στιγμή είχε μεταμορφωθεί σε ελέφαντα.
Ο γάτος έκανε ότι τρόμαξε και φώναξε:
«Αυτό είναι απίστευτο και ανήκουστο, αλλά περισσότερο από όλα θα με εκπλήξει αν μπορούσες να μεταμορφωθείς σε ένα μικρό ζώο όπως ένα ποντίκι».
 «Ορίστε αγαπητό μου γατάκι, και αυτό μπορώ να το κάνω» απάντησε ο μάγος και μεταμορφώθηκε σε ποντίκι και άρχισε να χοροπηδάει στο δωμάτιο.
Ο γάτος πήδηξε πίσω από το ποντίκι, το άρπαξε με ένα πήδημα και το έφαγε.
Στο ενδιάμεσο όμως ο βασιλιάς συνέχισε την βόλτα με τον Μαρκησιο του Καραμπά και την πριγκίπισσα μέχρι που φτάσανε στο μεγάλο λιβάδι.
 «Σε ποιον ανήκουν τα δεμάτια με το στάρι» ρώτησε ο βασιλιάς.
«Στον Μαρκήσιο του Καραμπά» απάντησαν όλοι όπως τους είχε διατάξει ο γάτος.
Μετά φτάσανε στο λιβάδι με τα καλαμπόκια και ο βασιλιάς ρώτησε:
«Σε ποιον ανήκει το καλαμπόκι;»
«Στον Μαρκήσιο του Καραμπά.»
Μετά από αυτό έφτασαν στο δάσος
«Σε ποιον ανήκει το δάσος;»
«Στον Μαρκήσιο του Καραμπά.»
Ο βασιλιάς εντυπωσιάστηκε ακόμη περισσότερο και λέει:
«Θα πρέπει να είστε πολύ πλούσιος Μαρκήσιε, εγώ δεν πιστεύω ότι έχω στην κατοχή μου ένα τόσο όμορφο δάσος.»
Επιτέλους έφτασαν στο παλάτι. Ο γάτος στεκόταν ψηλά πάνω στην σκάλα και μόλις είδε να φτάνει η άμαξα πήδηξε κάτω άνοιξε την πόρτα και λέει:
«Βασιλιά μου φτάσατε εδώ στο παλάτι του αφέντη μου, και αυτή η τιμή θα τον κάνει ευτυχισμένο σε όλη του τη ζωή».
Ο βασιλιάς κατέβηκε από την άμαξα και έμεινε έκπληκτος από τον φανταχτερό κτήριο, το οποίο ήταν σχεδόν μεγαλύτερο και ομορφότερο από το δικό του παλάτι. Ο Μαρκήσιος όμως συνόδευσε την  πριγκίπισσα να ανέβει την σκάλα σε μία αίθουσα η οποία γυάλιζε από το χρυσάφι και τις πολύτιμες πέτρες. Τότε ο βασιλιάς αρραβώνιασε την πριγκίπισσα με τον Μαρκήσιο και όταν ο βασιλιάς πέθανε έγινε ο Μαρκήσιος βασιλιάς. Ο δε γάτος έγινε ο πρώτος υπουργός.

Δευτέρα 28 Απριλίου 2014

Τα παραμύθια είναι για λίγους...

Τα παραμύθια, λένε, είναι για λίγους,
μόνο για όσους έχουν πίστη στην καρδιά.
Για όσους δε φοβούνται να αντικρύσουν την αλήθεια,
για όσους μπορούν και αγαπούν πραγματικά.

Ξέρουν πως μάγισσες πετούν εκεί ψηλά,
στις μαργαρίτες κρύβονται νεράιδες,
εκείνοι ξέρουν να μιλούν με τα πουλιά,
να τραγουδάνε με των αστεριών τις χάρες.

Έλα μαζί μου, θα σου δείξω τη μαγεία,
και άμα θέλεις θα σου πω ψιθυριστά
το μυστικό που θα σε κάνει να πετάξεις,
με τις νεράιδες και τα αστέρια αγκαλιά.

Τα παραμύθια που γνωρίζεις, 
όλα είναι αληθινά,
και θα σε συντροφεύουν πάντα, 
με τραγούδια μαγικά.



Κυριακή 13 Απριλίου 2014

Η... άλλη όψη του Κοντορεβιθούλη

Το παραμύθι «Ο Κοντορεβιθούλης» είναι κατάλληλο ειδικά για παιδιά με ιδιαιτερότητες. Με την εξύψωση του διαφορετικού, βοηθά το παιδί να ξεπεράσει τη σωματική του ατέλεια και κατωτερότητα και να συμφιλιωθεί με το σώμα του. Επέρχεται μια ισορροπία μεταξύ του μικροσκοπικού σώματος και του ισχυρού πνεύματος. Βοηθά τα παιδιά να αποκτήσουν εμπιστοσύνη ότι μπορούν κάποια μέρα να τα βγάλουν πέρα με τους κινδύνους του κόσμου καθώς και με τους φόβους και τις ανασφάλειές τους.
To παραμύθι αρχίζει ρεαλιστικά. Οι γονείς είναι φτωχοί και στενοχωριούνται για το πώς θα φροντίσουν τα παιδία τους. Όταν τα εγκαταλείπουν στο δάσος, ο Κοντορεβιθούλης χρησιμοποιεί κατάλληλα την εξυπνάδα του και βρίσκει το δρόμο της επιστροφής. Τη δεύτερη φορά όμως, επειδή είχε δεσμευτεί στην άρνηση και την παλινδρόμηση (την επιστροφή στο σπίτι), έχασε μεγάλο μέρος της πρωτοβουλίας και της ικανότητάς του να σκέφτεται καθαρά.
Όταν ο Κοντορεβιθούλης βρίσκεται στο σπίτι του γίγαντα αναγνωρίζει ότι για να επιβιώσουν αυτός και τα αδέλφια του θα πρέπει να αναπτύξουν πρωτοβουλία, να καταστρώσουν ένα σχέδιο και να δράσουν έξυπνα. Πρέπει να αντικαταστήσουν την υποδούλωση στις πιέσεις του Εκείνου (ασυνείδητο) με τη δράση σε συμφωνία με το Εγώ (συνειδητό). Συμβολικά το πατρικό σπίτι και το μοιραίο σπίτι στα βάθη του ίδιου δάσους, είναι στο ασυνείδητο επίπεδο οι δυο όψεις του πατρικού σπιτιού: εκείνη που ικανοποιεί και εκείνη που διαψεύδει τις προσδοκίες.
Το δάσος συμβολίζει την οποιαδήποτε πεποίθηση ή τρόπο ζωής που φαίνεται καθησυχαστικός, αλλά στο τέλος είναι άδειος και εγκαταλείπει τους ανθρώπους στην ερημιά. Το δάσος είναι ένα σύμβολο της μεγάλης σύγκρουσης. Είναι μια εσωτερική κατάσταση μέσα από την οποία πρέπει να περάσει ο αναζητητής (ψυχή).
Πολύ σημαντικό στοιχείο στο παραμύθι είναι η έννοια της συνεργασίας. Ο Κοντορεβιθούλης ήταν πολύ έξυπνος, γνώριζε τη δύναμη της συνεργασίας και της εξέγερσης. Εναντιώθηκε στον κακό γίγαντα, πήρε τις μαγικές του μπότες, κι όχι μόνο σώθηκαν ο ίδιος και τα αδέλφια του από τη φτώχεια, την εγκατάλειψη και τη στέρηση, αλλά και αυτοί οι ίδιοι οι υπεύθυνοι γονείς του. Οι μπότες (τα παπούτσια) εμφανίζονται συχνά σαν σύμβολο στα παραμύθια. Είναι σύμβολα μετάβασης και μεταμόρφωσης καθώς με αυτά περνάμε από το ένα μέρος στο άλλο. Τέλος ο γίγαντας με την πανίσχυρη φυσική δύναμη και την κουταμάρα του, είναι αντιπρόσωπος αρχαίων αταβιστικών δυνάμεων από την εποχή της Ατλαντίδος.
Το παιδί ενθαρρύνεται να εξερευνά μόνο του ακόμη και τα πλάσματα της αγχώδους φαντασίας του, γιατί αυτού του είδους τα παραμύθια το κάνουν να νιώθει εμπιστοσύνη ότι μπορεί να υπερνικήσει όχι μόνο τους πραγματικούς κινδύνους για τους οποίους του έχουν μιλήσει οι γονείς του, αλλά ακόμη για τους εξαιρετικά διογκωμένους κινδύνους που φοβάται ότι υπάρχουν.


Διαβάστε τον "Κοντορεβιθούλη" εδώ: Ο Κοντορεβιθούλης


Σάββατο 22 Μαρτίου 2014

Το κομμάτι που λείπει συναντά το μεγάλο Ο



Το Κομμάτι-που-λείπει καθόταν μοναχό του... περιμένοντας κάποιον να έρθει να το πάει κάπου.





Κάποιοι του ταίριαζαν... αλλά δε μπορούσαν να κυλήσουν.





Άλλοι μπορούσαν να κυλήσουν, αλλά δε του ταίριαζαν.







Ένας δεν είχε ιδέα τι σημαίνει ταίριασμα.

Και ένας άλλος δεν ήξερε τίποτα από οτιδήποτε.

Ένας ήταν πολύ ευαίσθητος...

Ένας άλλος το ανέβασε σε βάθρο... και το άφησε εκεί.






Σε κάποιους έλειπαν πολλά κομμάτια.






Και, τέλος πάντων, κάποιοι άλλοι είχαν παραπάνω κομμάτια.








Έμαθε να κρύβεται από τους πεινασμένους.



Ήρθαν κι άλλοι.
Μερικοί το κοίταξαν από πολύ κοντά.

Άλλοι κυλούσαν και το ξεπερνούσαν χωρίς να το αντιληφθούν.




Προσπάθησε να γίνει πιο ελκυστικό...
Άδικος κόπος...







Προσπάθησε να γίνει πιο φανταχτερό... αλλά το μόνο που κατόρθωσε ήταν να φοβίσει τους ντροπαλούς.









Τελικά ήρθε κι ένας που του ταίριαζε απόλυτα.
Ξαφνικά...
το Κομμάτι-που-λείπει άρχισε να μεγαλώνει...
Και να μεγαλώνει!
"Δεν ήξερα ότι θα μεγαλώσεις"
"Ούτε κι εγώ το ήξερα" είπε το Κομμάτι-που-λείπει.
"Ψάχνω για το κομμάτι που μου λείπει, ένα κομμάτι που δε θα μεγαλώσει..."είπε κι έφυγε...

Ώσπου μια μέρα, ήρθε κάποιος που φαινόταν διαφορετικός.
"Τι θέλεις από μένα;" ρώτησε το Κομμάτι-που-λείπει.
"Τίποτα".
"Τι έχεις ανάγκη να σου δώσω;"
"Τίποτα".
"Ποιος είσαι;" ρώτησε το Κομμάτι-που-λείπει
"Είμαι το Μεγάλο Ο" είπε το Μεγάλο Ο.
"Νομίζω πως αυτός που περίμενα είσαι εσύ", είπε το Κομμάτι-που-λείπει. "Μήπως είμαι το κομμάτι που σου λείπει;"
"Όμως, δε μου λείπει κανένα κομμάτι" είπε το Μεγάλο Ο. "Δεν υπάρχει χώρος που θα μπορούσες να ταιριάξεις..."
"Κρίμα..." είπε το Κομμάτι-που-λείπει, "ήλπιζα πως θα μπορούσα να κυλήσω μαζί σου..."
"Δε μπορείς να κυλήσεις μαζί μου" είπε το Μεγάλο Ο. "Αλλά ίσως να μπορέσεις να κυλήσεις μόνο σου"
"Μόνο μου; ένα Κομμάτι-που-λείπει δεν μπορεί να κυλήσει μόνο του".
"Αλήθεια, προσπάθησες ποτέ;" ρώτησε το Μεγάλο Ο.
"Οι γωνίες μου είναι πολύ μυτερές" είπε το Κομμάτι-που-λείπει. "Δεν είμαι φτιαγμένο για να κυλάω μόνο μου!"
"Οι γωνίες και τα σχήματα αλλάζουν" είπε το Μεγάλο Ο. "Τέλος πάντων, πρέπει να σε αποχαιρετήσω. Ίσως να ξανασυναντηθούμε κάποια μέρα".
Και κύλησε μακριά.

Το Κομμάτι-που-λείπει έμεινε πάλι μόνο του.
Για πολύ καιρό απλώς καθόταν...
Μετά σιγά-σιγά, σηκώθηκε στη μια του γωνία...
...Και έπειτα σωριάστηκε πάλι.
Μετά, σήκω-τράβα-πέσε...
άρχισε να προχωράει...
Σύντομα οι γωνίες του άρχισαν να στρογγυλεύουν...
Σήκω-τράβα-πέσε, σήκω-τράβα-πέσε...
Και το σχήμα του άρχισε να αλλάζει...
και συνάμα να τινάζεται αντί να σέρνεται...
και έπειτα να αναπηδάει αντί να τινάζεται...
και στο τέλος να κυλάει αντί να αναπηδάει...
Δεν ήξερε προς τα που πήγαινε, και δε το ένοιαζε.
Κυλούσε!




The Missing Piece Meets the Big O- Shel Silverstein
Μετάφραση: ΑΝΝΑ ΜΑΡΙΑ ΣΤΕΦΑΝ

Shel Silverstein


Τρίτη 11 Μαρτίου 2014

Κι ομορφαίνουν οι ιστορίες... όπως οι άνθρωποι


«Θα σου διηγηθώ µια ιστορία, 

την άκουσα όταν ήµουνα µικρός µα, 
από τότε κάθε φορά που τη συλλογιζόµουν µου φαινόταν όλο και πιο όµορφη, 
γιατί υπάρχουν ιστορίες που, 
όπως και πολλοί άνθρωποι, 
οµορφαίνουν ακόµα κι αδιάκοπα µε το πέρασµα του χρόνου, 
κι αυτό είναι τόσο διασκεδαστικό!» 

Hans Christian Andersen








Τετάρτη 5 Μαρτίου 2014

Η Σταχτοπούτα - Charles Perrault

Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε σε μια μακρινή χώρα ένας καλός έμπορος, με τη γυναίκα του και τη μικρή τους κόρη. Η γυναίκα του  όμως αρρώστησε και μετά πέθανε κι ο άντρας αποφάσισε να παντρευτεί ξανά, για να έχει η αγαπημένη του κόρη μια μητέρα.
Η νέα του γυναίκα ήταν κακιά και φαντασμένη και οι δύο της κόρες δεν ήταν μόνο ανόητες αλλά και κακές. Ίδιες η μητέρα τους. Δεν πέρασε πολύς καιρός και ο έμπορος έπρεπε να φύγει για ένα μακρινό ταξίδι. Έτσι άφησε την κόρη του μόνη με τη μητριά και τις δυο της κόρες.
- Κόρη μου, της είπε, πρέπει να λείψω για λίγο καιρό. Θα σε σκέφτομαι συνέχεια, αλλά είμαι σίγουρος πως με την καινούρια σου μητέρα θα είσαι ευτυχισμένη. 
Η κόρη του τον αγκάλιασε και του είπε ότι θα προσπαθήσει να την αγαπήσει όσο αγαπάει κι αυτόν.
Μόλις έφυγε ο πατέρας της, η μητριά, που ζήλευε την κοπέλα, γιατί ήταν όμορφη και καλόκαρδη, την έντυσε με κουρέλια και την έβαζε να κάνει όλες τις δουλειές του σπιτιού, σα να ήταν υπηρέτρια! Το βράδυ έπρεπε να αποσύρεται σε ένα σκοτεινό και κρύο δωμάτιο όπου θα κούρνιαζε δίπλα στο τζάκι σε μία προσπάθεια να ζεσταθεί. Συχνά θα σηκωνόταν από εκεί γεμάτη στάχτες και γι’ αυτό τη φώναζαν Σταχτοπούτα.
Μια μέρα ο βασιλιάς της χώρας αποφάσισε να διοργανώσει ένα μεγάλο χορό για να βρει γυναίκα ταιριαστή για το γιο του, τον πρίγκιπα. Μόλις άκουσαν τα νέα οι αδερφές της Σταχτοπούτας, άρχισαν αμέσως να ετοιμάζονται για τον χορό.
Η Σταχτοπούτα δούλεψε πολύ σκληρά για να ετοιμάσει τα φουστάνια τους και να τις κάνει όμορφες για το χορό. Κι όταν ρώτησε τη μητριά της αν μπορούσε να πάει κι αυτή μαζί τους, εκείνη όλο κακία γέλασε και είπε:
- Είσαι πολύ άσχημη και πολύ βρόμικη για να σε πάρουμε μαζί μας Σταχτοπούτα. Θα μείνεις κλειδωμένη στην κουζίνα μέχρι να γυρίσουμε.
Η μητριά και οι κόρες της έφυγαν ντυμένες και στολισμένες για τον χορό, ενώ η Σταχτοπούτα γύρισε στην κουζίνα και έβαλε τα κλάματα.
- Αχ, να μπορούσα να πάω και εγώ στον χορό του πρίγκιπα!
Ξαφνικά, εκεί που έκλαιγε, ένα τόσο δα μικρό αστεράκι διέσχισε τρέχοντας τον ουρανό και ήρθε κι έπεσε εμπρός στα πόδια της μικρούλας. Μπροστά της παρουσιάστηκε μια όμορφη γυναίκα, με πανέμορφο γαλάζιο φόρεμα που άστραφτε ολόκληρη.
- Σταχτοπούτα, είμαι η καλή σου νεράιδα και άκουσα αμέσως την ευχή σου. Θα σε βοηθήσω εγώ να πας στον χορό, γιατί όπως και η μητέρα σου, θέλω να είσαι ευτυχισμένη.
Βγήκαν μαζί στον κήπο και η νεράιδα, άγγιξε με το μαγικό της ραβδάκι μια κολοκύθα, που αμέσως μεταμορφώθηκε σε μια μεγάλη άμαξα! Τα μικρούλικα ποντικάκια που έπαιζαν εκεί γύρω έγιναν όμορφα άλογα. Η Σταχτοπούτα δεν πίστευε στα μάτια της!
Τέλος, άγγιξε και τη Σταχτοπούτα με το ραβδί της. Έκπληκτη εκείνη, κοιτάχτηκε και είδε πως φορούσε ένα χρυσό φόρεμα και δυο κρυστάλλινα γοβάκια!
- Και τώρα είσαι έτοιμη για το χορό, είπε πολύ χαρούμενη η νεράιδα. Αλλά πρόσεξε μη ξεχάσεις κάτι σημαντικό! Πρέπει να φύγεις πριν από τα μεσάνυχτα, γιατί τότε τα μάγια θα λυθούν. Η άμαξα θα γίνει ξανά κολοκύθα και τα ρούχα σου κουρέλια!
Η Σταχτοπούτα ευτυχισμένη που θα πήγαινε στον χορό, ανέβηκε στην άμαξα και έφυγε, αφού πρώτα ευχαρίστησε τη νεράιδα της και της υποσχέθηκε πως θα γυρνούσε πριν από τα μεσάνυχτα.
Όταν μπήκε στο παλάτι όλοι έμειναν άφωνοι από την ομορφιά της! Αφού ακόμα και η μητριά και οι κόρες της, δεν την αναγνώρισαν και είχαν σκάσει από τη ζήλια τους! Έβλεπαν πώς ο πρίγκιπας είχε μαγευτεί! Όλο το βράδυ χόρευε μόνο μαζί της.
Η Σταχτοπούτα ερωτεύτηκε αμέσως τον πρίγκιπα, το ίδιο κι αυτός. Χόρευαν ευτυχισμένοι χωρίς να έχουν μιλήσει πολύ. Όταν ο πρίγκιπας αποφάσισε να τη ρωτήσει πως τη λένε... Ντιν, Νταν! Το ρολόι του παλατιού σήμανε μεσάνυχτα! Η Σταχτοπούτα, υπάκουη στην υπόσχεση της, χωρίς να πει λέξη, έφυγε τρέχοντας. Μέσα στη βιασύνη της έχασε το ένα κρυστάλλινο γοβάκι της, που είχε πέσει στις σκάλες. Ο πρίγκιπας έτρεξε πίσω της αλλά δεν την πρόλαβε και βρήκε μόνο το γοβάκι της.
Όπως την είχε προειδοποιήσει η καλή νεράιδα, τα μάγια λύθηκαν. Η άμαξα έγινε και πάλι κολοκύθα, τα άλογα ποντικάκια και τα ρούχα της πάλι κουρέλια. Η Σταχτοπούτα ίσα-ίσα πρόλαβε να μπει στην κουζίνα του σπιτιού της, πριν φτάσουν οι αδερφές και η μητριά της.
Την επόμενη μέρα, ο πρίγκιπας έστειλε έναν αυλικό να ψάξει σ’ όλο το βασίλειο και να του φέρει την κοπέλα, που στο πόδι της ταίριαζε το κρυστάλλινο γοβάκι. 
- Ακόμα κι αν πρέπει να γυρίσω τη χώρα απ’ άκρη σ’ άκρη, να ψάξω σε κάθε σπίτι, σε κάθε καλύβι, θα την ξαναβρώ. Ευτυχώς που βρήκα το γοβάκι της. Θα φύγεις παίρνοντας μαζί σου αυτό το μικρό γοβάκι και θα πας να το δοκιμάσεις σε όλες τις κοπέλες που υπάρχουν στο βασίλειό μου, είπε στον αυλικό του. Όποια μπορέσει να το φορέσει, θα γίνει γυναίκα μου.
Με τα πολλά, ο αυλικός του βασιλιά έφτασε και στο σπίτι της Σταχτοπούτας. Οι αδερφές της δοκίμαζαν με πείσμα το γοβάκι, αλλά τους ήταν πολύ μικρό. Η Σταχτοπούτα ήθελε και αυτή να το δοκιμάσει, άλλα η μητριά της δεν την άφησε.
- Τι δουλειά έχεις εσύ να ανακατεύεσαι με πρίγκιπες Σταχτοπούτα; Δε βλέπεις πως είσαι μέσα στις στάχτες και στα κουρέλια; της είπε με ειρωνεία θυμωμένα. Εσένα η δουλεία σου είναι στη κουζίνα, συνέχισε με κακία.
Ο αυλικός όμως, είχε σαφείς εντολές από τον πρίγκιπα. Αγνόησε φυσικά τη κακιά μητριά και κάλεσε τη Σταχτοπούτα να δοκιμάσει και αυτή το γοβάκι. Όταν είδαν πως της έκανε, η μητριά και οι κόρες της, πρασίνισαν από το κακό τους! Ο αυλικός, χαρούμενος για την επιτυχία του, πήγε αμέσως τη Σταχτοπούτα στο παλάτι και ο πρίγκιπας την αναγνώρισε!
Οι δύο αδερφές και η μητριά έφυγαν άρον άρον από το βασίλειο κι ούτε που ξανάκουσε ποτέ κανείς γι αυτές.Όσο για τη Σταχτοπούτα παντρεύτηκε τον πρίγκιπα και έμειναν στο παλάτι, μαζί με τον πατέρα της που γύρισε επιτέλους από το ταξίδι του.
- Κόρη μου, συγχώρεσε με που δεν κατάλαβα απ’ την αρχή πόσο κακιά ήταν αυτή η γυναίκα. Σου αξίζει να είσαι πριγκίπισσα και βλέπω ότι ο νεαρός πρίγκιπας σε αγαπάει πραγματικά.
Έμειναν όλοι μαζί στο παλάτι και οι εμπορικές ικανότητες του πατέρα της, φάνηκαν πολύ χρήσιμες στον βασιλιά! Του έδωσε τιμητική θέση στο παλάτι και το βασίλειο της Σταχτοπούτας και του πρίγκιπά της έγινε το πιο πλούσιο βασίλειο της χώρας. Ψηλά στον ουρανό, ένα μικρό λαμπρό αστεράκι χαμογελούσε ευτυχισμένο…
Και ζήσανε αυτοί καλά, κι εμείς καλύτερα!

Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2014

Βαθύτερο νόημα βρίσκεται στα παραμύθια...




Βαθύτερο νόημα βρίσκεται 
στα παραμύθια που μας έλεγαν 
στα παιδικά μας χρόνια, 
παρά στην αλήθεια 
που μας διδάσκει η ζωή.

Friedrich Schiller









Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2014

Ο Κοντορεβιθούλης

(παραδοσιακό παραμύθι της Ευρώπης που έχει καταγραφεί για πρώτη φορά στη συλλογή παραμυθιών του Charles Perrault)

Μια φορά και έναν καιρό στην άκρη ενός πολύ μεγάλου δάσους ζούσε ένας φτωχός καλαθοποιός με την γυναίκα του και τους επτά τους γιους. Κάθε παιδί που γεννιόταν ήτανε μικρότερο από το προηγούμενο. Όταν γεννήθηκε και  το μικρότερο που δεν ξεπερνούσε και κατά πολύ το μέγεθος του ρεβιθιού, όλοι το φώναζαν Κοντορεβιθούλη. Αν και με τον καιρό μεγάλωσε λίγο δεν αναπτύχθηκε πάρα πολύ, ήταν όμως τόσο έξυπνος και τόσο ετοιμόλογος που ξεπερνούσε κατά πολύ τα αδέρφια του.
Οι γονείς τους ωστόσο δεν τα πήγαιναν και τόσο καλά με τα οικονομικά τους και έτσι ένα βράδυ πριν πέσουν για ύπνο, συζητούσαν τι θα μπορούσαν να κάνουν για να λύσουν το πρόβλημά τους. Τότε κατέληξαν στην απόφαση να πάρουν τα παιδιά στο δάσος με τις ιτιές, από όπου έκοβαν κλαδιά για φτιάξουν καλάθια και να τα αφήσουν κρυφά εκεί. Όμως ο Κοντορεβιθούλης τα είχε ακούσει όλα. Πέρασε λοιπόν όλο το βράδυ άυπνος από την στεναχώρια του και σκεφτόταν τι θα έπρεπε να κάνει ώστε να γλιτώσει τον εαυτό του και τα αδέρφια του.
Το πρωί ο Κοντορεβιθούλης έτρεξε μέχρι το ρυάκι και μάζεψε άσπρα βοτσαλάκια με τα οποία γέμισε τις τσέπες του. Στα αδέρφια του δεν είπε τίποτα από όσα είχε ακούσει. Μετά οι γονείς ξεκίνησαν για το δάσος και είπαν στα παιδιά να πάνε μαζί τους. Ο Κοντορεβιθούλης σε όλο τον δρόμο πετούσε τα βοτσαλάκια που είχε μαζέψει ένα- ένα ξοπίσω του χωρίς κανείς να τον καταλάβει.
Όταν έφτασαν στο δάσος, οι γονείς απομακρύνθηκαν και εξαφανίστηκαν. Μόλις αντιλήφθηκαν τα παιδιά ότι έμειναν μόνα, άρχισαν να κλαίνε και να φωνάζουν εκτός από τον Κοντορεβιθούλη που γελούσε.
- Σταματήστε να κλαίτε και να φωνάζετε και θα καταφέρουμε να βρούμε τον δρόμο, είπε. Τότε ξεκίνησε πηγαίνοντας μπροστά και ακολουθούσε τα βοτσαλάκια που είχε ρίξει στο δρόμο προηγουμένως. Έτσι έφτασε στο σπίτι τους χωρίς να δυσκολευτεί.


Στο μεταξύ, ο καλαθοποιός και η γυναίκα του είχαν μετανιώσει πικρά που παράτησαν τα παιδιά τους στο δάσος, γιατί ο άρχοντας της περιοχής, μόλις έμαθε πόσο φτωχοί ήταν, πέρασε από το σπίτι τους και τους γέμισε με χρυσά νομίσματα. Ο καλαθοποιός και η γυναίκα του έκλαιγαν για την κακή τους μοίρα, όταν ακούστηκε μία φωνή.
-Μαμά, μπαμπά! Μην κλαίτε! Δε χαθήκαμε!
Ήταν ο Κοντορεβιθούλης. Μαζί με τα έξι αδερφάκια του έπεσαν στην αγκαλιά του μπαμπά και της μαμάς τους, με χαρές και γέλια.
Κάποτε όμως τα χρυσά νομίσματα σώθηκαν και άρχισαν πάλι όλοι να πεινάνε.
Σκέφτηκε το ξημέρωμα να βγει από το σπίτι και να μαζέψει βοτσαλάκια όπως την προηγούμενη φορά, αλλά για κακή του τύχη αυτή την φορά η πόρτα του σπιτιού τους ήταν διπλοκλειδωμένη. Σκέφτηκε λοιπόν να κάνει κάτι άλλο αυτή τη φορά. Όπως φεύγανε έβαλε ένα κομμάτι ψωμί στην τσέπη του, το οποίο θρυμμάτισε και όπως προχωρούσαν έριχνε ξοπίσω τους τα ψίχουλα. Τα πουλάκια του δάσους όμως φάγανε τα ψίχουλα που είχε σκορπίσει. Τώρα πια είχανε χαθεί πραγματικά.
Τα αδέρφια έκλαιγαν και φώναζαν απελπισμένα, ο Κοντορεβιθούλης όμως παρέμενε ψύχραιμος και τα καθησύχαζε. Άρχισαν να περπατάνε στο δάσος μέχρι που νύχτωσε και κοιμήθηκαν κάτω από ένα δέντρο στο χορτάρι. Όταν ξημέρωσε ο Κοντορεβιθούλης ανέβηκε στο δέντρο για να εξερευνήσει την περιοχή. Αρχικά έβλεπε μόνο δέντρα ώσπου ανακάλυψε την σκεπή ενός σπιτιού. Ακολούθησαν μια κουραστική διαδρομή μέσα από θάμνους, ξέφωτα και αγκάθια μέχρι που είδαν τελικά το σπίτι και προχώρησαν με όσο κουράγιο τους έμεινε ως την πόρτα την οποία και χτύπησαν με δισταγμό. 
-Καημενούλια μου! τους είπε η γυναίκα που τους άνοιξε. Δε μπορείτε να μπείτε μέσα. Ο άντρας μου είναι ένας φοβερός γίγαντας που τρώει παιδιά και όπου να 'ναι έρχεται. Ακούω τα βήματά του. 
-Λυπηθείτε μας, καλή μας κυρία, και αφήστε μας να μπούμε, παρακάλεσε ο Κοντορεβιθούλης. Πεινάμε, κρυώνουμε και φοβόμαστε μόνοι μας στο σκοτεινό δάσος. Κάπου θα βρούμε να κρυφτούμε για να μη μας βρει ο κακός γίγαντας.
Η γυναίκα λυπήθηκε τα παιδιά και άνοιξε την πόρτα. Τους έδωσε να φάνε και να πιουν, τους είπε να καθίσουν δίπλα στο τζάκι να ζεσταθούν και μετά τους έκρυψε μέσα σε ένα μεγάλο μπαούλο.
Δεν είχαν προλάβει καλά καλά να κρυφτούν, όταν η πόρτα του σπιτιού άνοιξε και μπήκε μέσα ο φοβερός γίγαντας.
- Φρέσκο κρέας μου μυρίζει! φώναξε δυνατά.
- Κάνεις λάθος, καλέ μου, είπε φοβισμένα η γυναίκα του. Θα είναι το ψητό που ψήνω στο φούρνο.
- Η μύτη μου δεν κάνει λάθος. Κάτι νόστιμο υπάρχει εδώ μέσα! φώναξε πάλι ο γίγαντας ανοίγοντας το μπαούλο.
Η γυναίκα του τον παρακάλεσε να αφήσει τα παιδιά να ζήσουν καθώς ήταν πολύ αδύνατα. Τελικά τον έπεισε να τα αφήσει για μερικές μέρες ώστε να πάρουν βάρος πριν τα φάει. Έτσι πήραν τα παιδιά και τα πήγαν να κοιμηθούν σε ένα δωμάτιο, όπου κοιμόταν σε ένα κρεβάτι και οι εφτά κορούλες του γίγαντα. Τα κοριτσάκια είχαν τις ίδιες ηλικίες με τα επτά αδέρφια.
Ο Κοντορεβιθούλης δε μπορούσε να κοιμηθεί. "Κι αν ξαναπεινάσει ο γίγαντας το βράδυ, τι θα κάνουμε;" σκεφτόταν.
Στο διπλανό κρεβάτι οι εφτά κόρες του γίγαντα κοιμούνταν του καλού καιρού. Καθεμία φορούσε στο κεφάλι της από ένα χρυσό στέμμα. Ο Κοντορεβιθούλης κατέβηκε σιγά σιγά από το κρεβάτι, έβγαλε τα σκουφιά του ύπνου από το κεφάλι του και από τα αδέρφια του και τα έβαλε στο κεφάλι των κοριτσιών του γίγαντα ενώ στο δικό του κεφάλι και στα κεφάλια των αδερφών του έβαλε τις κορόνες.
Ο γίγαντας ήπιε πολύ κρασί και τότε του ήρθε πάλι η όρεξη να φάει τα παιδιά. Πήγε σιγά σιγά στο δωμάτιο όπου κοιμόταν για να τα φάει. Στο δωμάτιο όμως ήταν πολύ σκοτεινά και ο γίγαντας πήγαινε ψηλαφιστά μέχρι που έπιασε το κρεβάτι.
- Πεινάω πολύ, μουρμούρισε προσπαθώντας να διακρίνει παιδικούς σκούφους.
Μόλις τους βρήκε, κατάπιε χωρίς δισταγμό και τα εφτά παιδιά που φορούσαν σκουφάκια και γύρισε χορτασμένος στο κρεβάτι του.
Όταν άκουσε ο Κοντορεβιθούλης το ροχαλητό του γίγαντα, ξύπνησε τα αδέρφια του και περπατώντας όλοι στις μύτες των ποδιών τους βγήκαν από το σπίτι και απομακρύνθηκαν. Ωστόσο όσο και αν βιαζόταν δεν ήξεραν προς τα που να πάνε και έτσι τριγυρνούσαν άσκοπα μέσα στο δάσος γεμάτα από φόβο.
Όταν ξημέρωσε και αφού ο γίγαντας κατάλαβε τι είχε γίνει, ο θύμος που τον έπιασε ήταν απερίγραπτος. Γρήγορα έβαλε τις μαγικές του μπότες, που τον βοηθούσαν να κάνει κάτι τεράστιους πήδους, άνοιξε την πόρτα του σπιτιού του και άρχισε να τρέχει. Δεν πέρασε πολλή ώρα και τα αδέρφια τον είδαν να πηδάει πάνω από πεδιάδες και βουνά και άρχισαν να ανησυχούν ότι από στιγμή σε στιγμή θα τους εντόπιζε. Ωστόσο ο Κοντορεβιθούλης κρύφτηκε μαζί τους στο κοίλωμα ενός βράχου. Όταν ο γίγαντας έφτασε σε αυτόν τον βράχο κάθισε πάνω του για ξαποστάσει καθώς είχε κουραστεί. Μετά από λίγο αποκοιμήθηκε και άρχισε να ροχαλίζει. Μόλις ο Κοντορεβιθούλης βεβαιώθηκε ότι ο γίγαντας είχε αποκοιμηθεί, ξετρύπωσε και του έβγαλε τις μαγικές του μπότες και τις φόρεσε ο ίδιος.
Οι μαγικές μπότες είχαν την ιδιότητα να προσαρμόζονται ακριβώς σε όποιο πόδι τις φορούσε. Έτσι βοήθησαν τον Κοντορεβιθούλη να οδηγήσει τα αδέρφια του στο σπίτι τους.
- Μαμά, μπαμπά! Πόσο χαιρόμαστε που σας ξαναβρίσκουμε! είπε στους γονείς του. Κοιτάξτε τι σας φέραμε! Εφτά χρυσά στέμματα. Τώρα είμαστε πλούσιοι!
Ο Κοντορεβιθούλης συμβούλεψε τους γονείς του να προσέχουν τα αδέρφια του καθώς αυτός θα έφευγε και με την βοήθεια από τις μαγικές μπότες θα ξεκινούσε να βρει την τύχη του. Ταξίδεψε και έφτασε σε μακρινά μέρη και κάθε φορά που δεν του άρεσε κάπου πεταγόταν και προχωρούσε στον επόμενο προορισμό του. Κανείς δεν μπόρεσε ποτέ να τον ακολουθήσει ούτε με τα πόδια ούτε με το άλογο και οι περιπέτειες του που έζησε με τις μπότες είναι τόσες πολλές που κανείς δεν μπορεί να τις περιγράψει.


Για το νόημα του Κοντορεβιθούλη διαβάστε εδώ: Η... άλλη όψη του Κοντορεβιθούλη



Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2014

Κι αν τίποτα δεν είχε συμβεί...


«Μια φορά κι έναν καιρό
υπήρχε αυτό που υπήρχε…
κι αν τίποτα δεν είχε συμβεί,
δεν θα είχαμε τίποτα να πούμε…»

Charles De Lint

Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2014

Το κοριτσάκι με τα σπίρτα - Hans Christian Andersen

Το κρύο ήταν αβάσταχτο, χιόνιζε και ήδη είχε αρχίσει να βραδιάζει. Ήταν το τελευταίο βράδυ του έτους, παραμονή Πρωτοχρονιάς. Με τέτοιο κρύο και τέτοιο σκοτάδι, ένα φτωχό κοριτσάκι περπατούσε στο δρόμο χωρίς σκουφί και ξυπόλυτο. Φορούσε βέβαια παντόφλες όταν βγήκε από το σπίτι αλλά δεν μπόρεσαν να βοηθήσουν και πολύ. Οι παντόφλες ήταν τεράστιες, καθώς ανήκαν κάποτε στην μητέρα του. Έτσι η μικρή τις έχασε όταν έτρεξε για να αποφύγει δύο άμαξες που περνούσαν με μεγάλη ταχύτητα τον δρόμο. Την μία δεν μπόρεσε να την ξαναβρεί και την άλλη την πήρε και εξαφανίστηκε ένας πιτσιρικάς ο οποίος της φώναξε ότι θα την κάνει κούνια για το παιδί που κάποτε θα αποκτούσε.

Έτσι το κοριτσάκι περπατούσε με γυμνά ποδαράκια που από το ψύχος είχαν μελανιάσει και κοκκινίσει. Την παλιά της ποδιά την είχε γεμίσει με σπίρτα, ενώ κρατούσε ένα ματσάκι στη χούφτα της για να τα πουλήσει. Σε όλη τη διάρκεια της μέρας όμως δεν είχε πουλήσει ούτε ένα πακετάκι, ούτε κανείς της έδωσε την παραμικρή ελεημοσύνη. Πεινασμένη και παγωμένη η μικρή συνέχισε να περπατάει με τις τελευταίες τις δυνάμεις και είχε ήδη αρχίσει να απογοητεύεται. Οι νιφάδες του χιονιού έπεφταν πάνω στα μακριά ξανθά μαλλιά της. Οι σκέψεις του κοριτσιού όμως βρισκόταν πέρα από την ομορφιά που της προσέθετε το αναπάντεχο αυτό κόσμημα. Όλα τα παράθυρα φεγγοβολούσαν και από παντού ερχόταν η υπέροχη μυρωδιά της ψητής χήνας. Ήταν παραμονή πρωτοχρονιάς και αυτή η σκέψη ήταν η μόνη που περνούσε από το μυαλό της μικρής.
Το κοριτσάκι τελικά βρήκε και κάθισε σε μια γωνία που σχημάτιζαν οι τοίχοι δύο σπιτιών. Αν και έβαλε τα ποδαράκια κάτω από το σώμα της κρύωνε όλο και περισσότερο. Ωστόσο δεν τολμούσε να επιστρέψει στο σπίτι της χωρίς να έχει πουλήσει ούτε ένα κουτάκι σπίρτα και χωρίς να έχει πάρει ούτε ένα κέρμα. Ήταν σίγουρο ότι ο πατέρας της θα τη χτυπούσε, ενώ και στο σπίτι είχε πολύ κρύο. Στην οροφή του σπιτιού τους είχαν μόνο την σκεπή και παρά το ότι είχαν κλείσει τις μεγαλύτερες ρωγμές με άχυρο και κουρέλια το κρύο έμπαινε από παντού.

«Πόσο καλό θα της έκανε ένα σπίρτο!» σκέφτηκε «Αχ και να τολμούσε να πάρει ένα σπίρτο από το κουτάκι και να το έτριβε στον τοίχο για να ζεστάνει λίγο τα δάχτυλα της.» Επιτέλους τράβηξε το παιδί ένα σπίρτο. Ριτς! Και ένιωσε τη φωτιά του. Το σπίρτο έβγαζε μια ζεστή φωτεινή φλόγα μέσα από το χεράκι της μικρής. Ήταν ένα παράξενο φως, το κοριτσάκι ένιωσε σαν να κάθεται μπροστά σε μία σιδερένια σόμπα διακοσμημένη με μπρούτζινα στολίδια, η φωτιά της έκαιγε τόσο όμορφα και η ζεστασιά της ήταν τόσο ευχάριστη. Η μικρή άπλωσε τα ποδαράκια της για να τα ζεστάνει και αυτά- τότε έσβησε η φλόγα. Η σόμπα εξαφανίστηκε- η μικρή καθόταν με το απομεινάρι του καμένου σπίρτου στο χέρι.

Ένα νέο σπίρτο άναψε, άρχισε να καίει και να φωτίζει. Στο μέρος που έπεφτε το φως ο τοίχος έγινε διάφανος σαν διάδρομος. Η μικρή έβλεπε απευθείας μέσα στο σπιτικό όπου υπήρχε ένα τραπέζι με ένα εκθαμβωτικά λευκό τραπεζομάντιλο, στρωμένο με τις καλύτερες πορσελάνες, και η γεμιστή με μήλα και δαμάσκηνα χήνα άχνιζε υπέροχα. Ακόμα πιο εντυπωσιακό όμως ήταν ότι η χήνα πήδηξε και βγήκε από την πιατέλα και άρχισε να τρέχει με το μαχαίρι και το πιρούνι στην πλάτη απευθείας προς το κοριτσάκι. Τότε έσβησε το σπίρτο και το μόνο που μπορούσες να δεις ήταν ο χοντρός, κρύος τοίχος.

Άναψε ένα καινούριο. Τώρα η μικρή καθόταν κάτω από το πιο υπέροχο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Το δέντρο ήταν μεγαλύτερο και καλύτερα στολισμένο ακόμη και από αυτό που είδε μέσα από την γυάλινη πόρτα στο σπίτι του πλούσιου εμπόρου. Χιλιάδες φώτα άναβαν στα πράσινα κλαδιά, πολύχρωμες εικόνες από αυτές που έβλεπε από τα παράθυρα των μαγαζιών την κοιτούσαν από ψηλά, η μικρή άπλωσε τα χέρια προς το μέρος τους, τότε έσβησε το σπίρτο.

Τα χριστουγεννιάτικα φώτα ανέβαιναν ολοένα και ψηλότερα, τώρα η μικρή είδε ότι ήταν τα αστέρια. Ένα από αυτά έπεσε προς τη γη αφήνοντας πίσω του μια φωτεινή ουρά στον ουρανό.
«Τώρα κάποιος πεθαίνει!» είπε η μικρή. Η γριά γιαγιά της, -η μόνη που της είχε φερθεί με αγάπη, αλλά που τώρα πια είχε πεθάνει- κάποτε είχε πει: «όποτε πέφτει ένα αστέρι, μια ψυχή ανεβαίνει στο Θεό!»

Άναψε ένα σπίρτο πάνω στον τοίχο, μια αχτίδα φωτός άστραψε, και στην λάμψη του στεκόταν η γιαγιά καλά φωτισμένη, ήρεμη και ευγενική.
«Γιαγιά» φώναξε η μικρή «πάρε με μαζί σου! Ξέρω ότι θα εξαφανιστείς μόλις σβήσει το σπίρτο, όπως έσβησε η σόμπα, η ψητή πάπια και το χριστουγεννιάτικο δέντρο». Βιαστικά άναψε και τα υπόλοιπα σπίρτα που ήταν στο κουτί, ήθελε να κρατήσει την γιαγιά κοντά της. Τα σπίρτα άναψαν και σκόρπισαν τόση λάμψη ώστε φώτισε περισσότερο ακόμη και από την ημέρα. Τόσο όμορφη και μεγάλη δεν ήταν ποτέ η γιαγιά, πήρε το κοριτσάκι αγκαλιά και πέταξαν χαρούμενες και οι δυο τους. Το κρύο, η πείνα και ο φόβος άφησαν για πάντα το κοριτσάκι- είχε πάει στο Θεό.

Στη γωνία ανάμεσα στα δύο σπίτια καθόταν μέσα στο κρύο το μικρό κοριτσάκι με κόκκινα μάγουλα και ένα χαμόγελο σχηματισμένο στο στόμα του. Πέθανε από το κρύο την τελευταία ημέρα του χρόνου. Το πρωινό του νέου έτους πέρασε πάνω από το μικρό άψυχο κορμάκι το οποίο βρισκόταν καθισμένο μπροστά από τα καμένα σπίρτα. «Θα προσπάθησε να ζεσταθεί!» είπε κάποιος περαστικός. Κανείς δεν ήξερε πόσα όμορφα πράγματα είχε δει και με πόση λάμψη πέρασε με την γιαγιά της προς το νέο έτος.